Στα δυτικά του όρους Δαφνιά και νότια του Αγίου Βασιλείου Κορινθίας και σε απόσταση περίπου χιλίων μέτρων και σε υψόμετρο περίπου 550 μέτρων ευρίσκεται το φράγκικο κάστρο του Αγίου Βασιλείου, το οποίο πρέπει να χτίστηκε γύρω στα 1204 έως 1250 μ.Χ. Όπως είναι γνωστό το 1204 έχουμε την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους. Στο κάστρο αυτό υπάρχουν και λείψανα μυκηναϊκής οχύρωσης.

Ο Antoine Bon που μελέτησε το φρούριο αυτό δίνει τις διαστάσεις του 225 μέτρα επί 130 μέτρα. Σε σχεδιάγραμμα που σώζεται από το κάστρο -και παραθέτουμε πιό κάτω- διακρίνονται οι εξ πύργοι (πολεμίστρες) στην νότια και στην ανατολική πλευρά του. Οι πύργοι αυτοί (με την ένδειξη Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ στο πιο κάτω σχεδιάγραμμα) σώζονται και μέχρι σήμερα κατεστραμένοι εν μέρει. Μέσα στο κάστρο σώζονται τα ερείπια των καταστραμένων λίθινων σπιτιών σε διάφορα επίπεδα με αμφιθεατρική κλίση του επιπέδου του κάστρου προς βορρά. Επίσης προς νότον και λιγότερο προς ανατολάς διακρίνεται το τείχος του φρουρίου. Τα έγγραφα εσόδων του Niccolò Acciaiuoli (οι Ατσαγιόλι ήταν ο οίκος που βασίλεψε στο Δουκάτο των Αθηνών από το 1385 έως το 1458, παρακλάδι γνωστότατης οικογένειας της Φλωρεντίας) το 1365 μ.Χ δείχνουν, ότι ο Άγ. Βασίλειος έγινε το κέντρο της γύρω περιοχής μετά την ανοικοδόμηση του κάστρου. Στα ίδια επίσης έγγραφα συναντάμε για πρώτη το όνομα Άγιος Βασίλειος.

Δίπλα μία νωπογραφία  του φλωρεντινού πολιτικού ΝίccolòAcciaiuoli(Castello di Montefugoni, 12 Σεπτεμβρίου 1310 – Napoli, 8 Νοεμβρίου 1365) από το Μουσείο Oυφίτσι της Φλωρεντίας, ο οποίος άφησε καταλόγους εσόδων για το κάστρο του Αγίου Βασιλείου Κορινθίας, οι οποίοι κατάλογοι σώζονται μέχρι σήμερα και μας δίνουν πολύτιμα στοιχεία για την μεσαιωνική ιστορία του κάστρου και του χωριού Αγιος Βασίλειος.

φώτο Βασίλης Σκούπας

Το 1377 ο Άγιος  Βασίλειος αναφέρεται στον κατάλογο φρουρίων του πριγκιπάτου του Μορέως ως Castello de Sancto Basile ανάμεσα στα εννέα κάστρα της Καστελλανίας της Κορίνθου. Ο οικισμός που περιελάμβανε 85 σπίτια αναφέρεται ως ο δεύτερος μετά από αυτόν της Κορίνθου. Το 1463 ο Άγ. Βασίλειος πέφτει για λίγο σε ενετικά χέρια (πρώτος Τουρκοβενετικός Πόλεμος). Στους καταλόγους του 1467, 1469 και 1471 το φρούριο μνημονεύεται ως κατεστραμένο από τους διάφορους κυρίαρχους. Κατά την απογραφή των Ενετών το 1700 αναφέρονται 97 κάτοικοι και 27 οικογένειες. Ο μέσος όρος ζωής τότε προκύπτει ότι ήταν λιγότερο από 50 χρόνια.

Το σωζόμενο σχεδιάγραμμα του κάστρου του Αγίου Βασιλείου Κορινθίας από τον Antoine Bon. Διακρίνουμε τους εξ πύργους (Πολεμίστρες) Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ στην νοτιοανατολική πλευρά του και την κυρία είσοδο του κάστρου (κουλάς) στο σημείο Α (νότια). Επίσης στην περιοχή Α, Β διακρίνεται το και σήμερα ακόμη καλά διατηρημένο μέρος του τείχους του κάστρου. Στη περιοχή Γ, Δ, Ε, ΣΤ υπάρχει ακόμη και σήμερα ορατό μέρος του τείχους και των πύργων, όπως φαίνεται εξ άλλου και στο σχεδιάγραμμα.

Η υδροδότηση του κάστρου εγένετο από την σημερινή περιοχή της Αγίας Τριάδας Στεφανίου, όπου υπάρχει ακόμη μέχρι σήμερα πηγή με τρεχούμενο νερό και η ομώνυμη εκκλησία.

Προ ετών (δεκαετία του 1980) κατά την διάνοιξη του δρόμου Αγίου Βασιλείου-Στεφανίου με μηχανήματα και ανατολικά του Κάστρου -περίπου 300 μέτρα απόσταση από αυτό- εντοπίσθηκε τμήμα πήλινου υδραγωγείου διαμέτρου περίπου 15 εκατοστών, το οποίο τροφοδοτούσε το κάστρο από την Αγία Τριάδα με νερό.

Στα δυτικά του κάστρου δεν υπάρχει οχύρωση διότι  εκεί τα πρανή του όρους Δαφνιά είναι πολύ απότομα και απρόσιτα, καταλήγουν δε στο φαράγγι της Χούνης. Στα απότομα αυτά πρανή υπάρχει και ένα σπήλαιο ανεξερεύνητο μέχρι τώρα από σπηλαιολόγους.

φώτο Βασίλης Σκούπας

Για την τοπική και μόνο ιστορία αναφέρουμε, ότι κατά την γερμανική κατοχή και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1941 πολλά γυναικόπαιδα από το διπλανό χωριό Άγιος Βασίλειος Κορινθίας -μεταξύ των οποίων και ο συντάκτης του παρόντος σε ηλικία σαράντα ημερών- κατέφυγαν στο σπήλαιο αυτό για προστασία από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς και τις γερμανικές εκκαθαρίσεις.

Τα διάφορα διάσπαρτα και θαυμασμένα όστρακα και οι διάσπαρτοι οψιδιανοί στην περιοχή αυτή, αλλά και κάτω από το σπήλαιο μέσα στο φαράγγι αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο της κατοίκησης του σπηλαίου από την προϊστορική εποχή. Σε αυτό συνηγορεί και η γειτονική ύπαρξη του προϊστορικού οικισμού των Ζυγουριών -1.000 περίπου μέτρα βορειοδυτικά τού σπηλαίου- τον οποίο οικισμό ανάσκαψε ο Αμερικανός Αρχαιολόγος Blegen το 1920 έως το 1921. Οι ανασκαφικές έρευνες εκεί μαρτυρούν την ύπαρξη ζωής από τα προϊστορικά χρόνια και μάλιστα κατά τη διάρκεια όλων των περιόδων του χαλκού.

Το κείμενο και κάποιες  φωτογραφίες

είναι του αείμνηστου Γιάννη Κουτσούκου