Μαρία Θειοπούλου από το βιβλίο «Ο μυλωνάς και τα καλικαντζαράκια»

Το Δωδεκαήμερο βαστάει από τις 25 Δεκεμβρίου τα Χριστούγεννα, έως τις 5 Ιανουαρίου τα Μισόφωτα (Παραμονή των Φώτων).

Λένε ότι το Δωδεκαήμερο κάθε νύχτα κυκλοφορούν οι Καλικάτζαροι στους δρόμους και στα σπιτικά. Μα τι είναι αυτοί; Είναι αερικά, λέγανε οι γιαγιάδες πιο παλιά. Ο λαός μας τους βλέπει σαν κάτι μαυριδερά, ψηλά και ξερακιανά όντα που χορεύουνε και σαλταπηδούνε. Όλο το χρόνο βρίσκονται κάτω από τη Γη, στον κάτω κόσμο και ζηλεύουνε τον απάνω κόσμο.

 Βάσω Ψαράκη,»Η ροδιά των Χριστουγέννων»

Γι’ αυτό, άλλοι με πριόνια και τσεκούρια κι άλλοι με μπαλτάδες, βάζουν όλη τους τη δύναμη, να κόψουν τους στύλους, που πάνω σ’ αυτούς στηρίζεται η Γη, για να την κάνουνε να βουλιάξει. Όταν φθάνει το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, από φόβο μη βουλιάξει η Γη και τους πλακώσει, φεύγουν ευθύς, κι ανεβαίνουν πάνω στη Γη για να τυρρανέψουν τον κόσμο.

Έτσι οι Καλικάτζαροι γυρίζουν στους δρόμους, ανεβαίνουν στα κεραμίδια και καμιά φορά, όπως λένε, μπαίνουν από το τζάκι σε κανένα σπίτι που δεν είχαν θυμιάσει οι νοικοκυραίοι του. Γι’ αυτό, για καλό και για κακό, εκείνες τις μέρες φροντίζουνε και φράζουνε τις τρύπες των τζακιών με πανιά. Ακόμα καίνε λιβάνι σε θυμιατό και το τοποθετούν στο τζάκι, γιάτι οι Καλικάτζαροι δεν αντέχουν αυτή τη μυρωδιά..

Διηγιότανε μια γυναίκα πως αφού ετοίμασε τα γλυκά της – βασιλόπιτες, κουραμπιέδες, μελομακάρονα – είδε από το παράθυρο πως ξημέρωσε. Όμως είχε ξεγελαστεί από το φεγγάρι, γιατί λένε «του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο να ‘ναι μέρα».

Έτρεξε και ξύπνησε τα παιδιά της για να τα στείλει με τα γλυκά στο φούρνο. Τα παιδιά σηκώθηκαν. Όμως η αυγή αργούσε να ‘ρθει και ξαφνικά σ’ έν τρίστρατο ακούσαν φωνές και γέλια. Σε μια στιγμή γέμισε ο δρόμος Καλικάτζαρους. Άρπαξαν τα παιδιά τους πετάξανε ότι κρατούσανε και αρχίσανε ένα διαβολικό χορό τραγουδώντας:

– Ω!… στραβά ταψιά, με τα ψεύτικα ψωμιά, άλλα με τα άσχημα, πηδάτε, μπρε μπαγάσικα.

Την ώρα που λάλησε ο πρώτος πετεινός, εξαντλημένοι οι Καλικάτζαροι αφήσανε τα ταψιά στα κεραμίδια ενός σπιτιού, κι αρχίσανε να τρέχουνε με στριγγλιές και γέλια, βγάζοντας έξω τις γλώσσες τους «που ‘ναι κόκκινες σαν φλογίτσες φωτιάς» και κουνούσανε τις ουρές τους σαν το «φυσερό» εδώ και εκεί. Σαν ξημέρωσε και βγήκαν τα τρία παιδιά μισολιπόθυμα, χωρίς να έχουν δυνάμεις να σηκωθούν. Τα κουνήσανε, τα ραντίσανε αγιασμό και όταν συνήλθανε, διηγήθηκαν τι τους είχαν κάνει οι Καλικάτζαροι.

Αυτά διηγιότανε και όλοι φοβότανε να βγουν αξημέρωτα από τα σπίτια τους όλο το Δωδεκάμερο.

Αγγελική Θ. Μαστρομιχαλάκη, «Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα»

Πολλοί από σας θα ‘χετε ακούσει το παραμύθι για ‘κείνα τα μικρούτσικα πλάσματα, τα μαύρα σαν κατράμι, που τις μέρες του Δωδεκαήμερου κάνουν λογιώ λογιώ τρέλες.

Μα ποια είναι αυτά τα πλάσματα που αναγκάζουν όσους βρουν έξω από τα σπίτια τους να χορέψουν μαζί του, εμποδίζουν τα ζώα να περπατήσουν, λερώνουν τα τρόφιμα των νοικοκύρηδων, κλέβουν γλυκά;

Ποια είναι; Κι από που ξεφύτρωσαν; Ναι! Ναι! ξεφύτρωσαν… Γιατί βγήκαν από τα βάθη της γης…

Είναι τα καλικαντζαράκια…

Έναν ολόκληρο χρόνο παλεύουν να κόψουν το δέντρο που στηρίζει τη γη. Ενώ όμως κοντεύουν να τελειώσουν το κόψιμο του δέντρου, φτάνουν τα Χριστούγεννα… Τότε αφήνουν κάτω τα πριόνια και τα τσεκούρια κι αποφασίζουν ν’ ανέβουν στη γη να γλεντήσουν λιγάκι, πειράζοντας τους ανθρώπους…

Βράδυ, 24 Δεκεμβρίου, και να τους…

Λένε πως η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στα πολύ παλιά χρόνια.

Οι Αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές σαν έβρισκαν την πόρτα του ‘Aδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς.

Πολύ αργότερα οι Βυζαντινοί, γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα. Οι άνθρωποι, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια κι αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες: ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά για να γλιτώσουν απ’ αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Οι μασκαρεμένοι όμως έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα κι από τις καμινάδες. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν.

Με το πέρασμα του χρόνου όλα αυτά τα παράξενα φερσίματα, τα μασκαρέματα και οι φόβοι των ανθρώπων έμειναν ζωντανά στη μνήμη του λαού μας κι η πλούσια φαντασία του γέννησε σιγά σιγά τα μικρά, αλαφροίσκιωτα πλάσματα που τα ονόμασε καλικάντζαρους ή παγανά ή καλιοντζήδες ή τσιλικρωτά…

Οι άνθρωποι φαντάζονταν τους καλικάντζαρους αλλού σαν σκυλιά, αλλού σαν γάτες, αλλού σαν ανθρώπους μαλλιαρούς, αλλού σαν στραβοπόδαρους ή στραβομούτσουνους με καμπούρες, όλους, βέβαια, μαύρους σαν κατράμι και με ουρά όμοια με τους διαβόλου.

 

 

 

Related Posts