«Η βυζαντινή ζωγραφική έχει χαραχτήρα σταθερόν και αιώνιον, γιατί αποβλέπει στα αιώνια στοιχεία του κόσμου. Δεν έχει τη μανία της αλλαγής. Και, μ’ όλα ταύτα, ω του παράδοξου θαύματος, τα έργα της έχουν μέσα τους τη μεγαλύτερη πρωτοτυπία!

Εκείνο όμως που είναι το πλέον καταπληκτικό είναι το ότι αυτός ο μεγάλος συμβολισμός που υπάρχει παντού στη βυζαντινή τέχνη, δεν την κάνει ψυχρή, αλλά, μ’ όλο το δογματικό βάθος της, είναι δροσερότατη «ως πηγή ύδατος ζώντος».

Αυτό μπορεί να συμβεί μονάχα σ’ έναν λαό που ζούσε πνευματικά, όσο κανένας άλλος λαός επί της γης. Όσο δεν είμαστε ευσεβείς σκανταλιζόμαστε από την απλότητα που έχει αυτή η ζωγραφική όπως οι φιλόσοφοι σκανταλίζουνται από την απλότητα που έχει το Ευαγγέλιο. Η ορθόδοξη εικονογραφία μας ζωγραφίζει κάθε «υπόθεσιν» από τη ζωή του Χριστού όχι μονάχα κατά την περιγραφή του Ευαγγελίου, αλλά και κατά το πνεύμα του, με αυστηρότητα, ιερατικότητα και πνευματική εσωτερική μεγαλοπρέπεια, δηλαδή όχι σαν θέαμα, αλλά σαν μυστήριο.

Στην Ορθόδοξο αγιογραφία μας, ο τύπος της εικόνας της Αναστάσεως…έχει τον τίτλο «Ανάστασις» ή «Η εις άδου κάθοδος».

Στη μέση παριστάνεται ο Χριστός με μεγαλύτερο ανάστημα από τα άλλα πρόσωπα, μέσα σε φωτεινή «δόξα». Με κίνηση σφοδρή πατά επάνω στις σπασμένες πύλες του άδου που ανοίγει κάτω από τα πόδια Του σαν σπήλαιο σκοτεινό, σπαρμένο με κλειδωνιές, με κλειδιά και με αμπάρες σπασμένες. Με το δεξί χέρι Του τραβά τον Αδάμ και με τα’ αριστερό την Εύα, πέρνοντάς τους από τους τάφους (ως εκπροσώπους ολοκλήρου του ανθρώπινου γένους). Στα χέρια και στα πόδια Του φαίνονται τα σημάδια των καρφιών. Δεξιά κι αριστερά περιστοιχίζουν τον Λυτρωτή τους και στέκουνται με θάμβος οι «δίκαιοι», δηλαδή όσοι ευαρεστήσανε τον Θεό από καταβολής κόσμου μέχρι της ενσαρκώσεως του Χριστού, ο Ενώχ, ο Νώε, ο Μωϋσής, ο Ηλίας, ο Δαϋίδ, ο Σολομών και οι άλλοι. (Σε πολλές βυζ. Εικόνες της Ανάστασης υπάρχει και ένας νέος που κρατάει ποιμενική ράβδο (γκλίτσα). Είναι ο δίκαιος Άβελ που πρώτος γεύτηκε το θάνατο).

Πρώτος από τα δεξιά φαίνεται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, γιατί, αφού προανήγγειλε στον κόσμο τον ερχομό του Κυρίου, αποκεφαλίσθηκε και κατέβηκε στον Άδη για να προαναγγείλει και στους «απ’ αιώνος δεσμίους» ότι θα κατέβει ο λυτρωτής για να τους ελευθερώσεικκ από τα δεσμά του Άδου «και τοις εν Άδου πιστοίς προάγγελος».

Αυτός ο τύπος της εικόνας της Αναστάσεως έχει και παραλλαγές, χωρίς να απομακρυνθεί όμως από την έννοια που εκφράζει. Στις αρχαιότερες εικόνες ο Χριστός κρατά τον Αδάμ με το δεξί χέρι Του και με τ’ αριστερό βαστά τον Σταυρό, το όργανο της νίκης κατά του θανάτου. Ο θάνατος παριστάνεται σαν γέρος αγριοπρόσωπος δεμένος με αλυσίδες και καταπλακωμένος από τις πόρτες επάνω στις οποίες πατά ο Χριστός. Συχνά ζωγραφίζεται και ένας Άγγελος που αλυσοδένει τον θάνατο οπού κείτεται μπρούμυτος.

Η εικόνα τούτη της Αναστάσεως παριστάνει με την ζωγραφική ό,τι ψέλνει η Ορθόδοξος υμνωδία που λέγει «Την αμετρόν σου ευσπλαγχνίαν οι ταις του άδου σειραίς συνεχόμενοι δεδορκότες προς το φως ηπείγοντο. Χριστέ, αγαλλομένω ποδί, Πάσχα κροτούντες αιώνιον», η «Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ…». Ο λυτρωτής παριστάνεται ως «τον Άδην σκυλεύσας και τον άνθρωπονδ αναστήσας», «ο μοχλούς και πύλας του Άδου συνθλάσας». Υμνωδία και αγιογραφία εκφράζουν πάντα το ίδιο πράγμα στην Ορθόδοξο Εκκλησία, η μία με τα λόγια και με την ψαλμωδία και η άλλη με σχήματα ιερά και συμβολικά και με χρώματα μυστικά. Η αληθινή αυτή εικόνα της Αναστάσεως, που θα ξαφνίσει, αλλοίμονο, πολλούς Έλληνας Χριστιανούς, δεν παριστάνει άλλο από ό,τι λέγει το Πασχαλινό τροπάρι που το ψέλνουνε μικροί και μεγάλοι: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοίς εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Αυτή ήταν η εικόνα της Αναστάσεως στη θρησκεία μας από αιώνες έως τα τελευταία χρόνια που αφήσαμε σιγά-σιγά την βαθειά και με νόημα παράδοσή μας, και πήραμε από τους δυτικούς τη ζωγραφιά (όχι εικόνα) της Αναστάσεως, στην οποία παριστάνεται ο Χριστός γυμνός και παχουλός, βαστώντας μια σημαία και που φανερώνει με τη θεατρική όψη της το σαρκικό, αντιθρησκευτικό  και αντιπνευματικό φρόνημα εκείνων π ου την έπλασαν  με την κοσμική φαντασία τους. (Το Ευαγγέλιο εξάλλου δεν περιγράφει πουθενά τη στιγμή της Αναστάσεως του Χριστού, αλλά τη διαπίστωση από τις Μυροφόρες και τους Μαθητές του «κενού τάφου»).

Για τούτο, η μονάχη ζωγραφική που ταιριάζει στη χριστιανική θρησκεία, η μονάχη που μπόρεσε να εκφράσει την πνευματική ουσία του Ευαγγελίου, είναι η βυζαντινή αγιογραφία, ήγουν η λειτουργική τέχνη της Ανατολής.

Φώτης Κόντογλου.

Αναφορά στη μνήμη του μεγάλου ζωγράφου, λογοτέχνη, αγιογράφου και ομολογητού της Ορθοδοξίας και της Ρωμιοσύνης κυρ Φώτη Κόντογλου 1895-1965, με την ευκαιρία συμπληρώσεως 54 ετών από την κοίμησή του.