Το Ωδείο βρίσκεται στο μέσον της ανατολικής πτέρυγας της αγοράς των αυτοκρατορικών χρόνων στη Θεσσαλονίκη και περιβάλλεται από τις οδούς Φιλίππου (στα νότια), Ολύμπου (βόρεια), Αγνώστου Στρατιώτου (ανατολικά- πεζόδρομος), Μακεδονικής Αμύνης (δυτικά).

Αγορά (Forumromanum)

Η αγορά για τρεις αιώνες αποτελούσε το διοικητικό κέντρο της πόλης-πρωτεύουσας. Σχεδιάστηκε ως ενιαίο σύνολο σε χώρο όπου στον 1ο αιώνα π.Χ. υπήρχαν λίγα ιδιωτικά σπίτια και σκόρπιες εργαστηριακές εγκαταστάσεις προσωρινού χαρακτήρα. Στον 1ο αιώνα μ.Χ. άρχισε να δημιουργείται μια πρώτη αγορά στο χώρο. Μια μεγάλη ορθογώνια αίθουσα στο μέσον της ανατολικής πτέρυγας εξυπηρετούσε τις ανάγκες του βουλευτηρίου. Η οργάνωση, ωστόσο, του συγκροτήματος της αγοράς, στη μορφή που έχει αποκαλυφθεί, αρχίζει γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. και ασφαλώς πρέπει να συσχετιστεί, αφενός, με την αγάπη του Αδριανού και των διαδόχων του προς τα επιτεύγματα του ελληνικού πνεύματος, αφετέρου, με την αλματώδη πληθυσμιακή αύξηση της πόλης και την επιτακτική ανάγκη για μεγαλύτερο κέντρο διοίκησης.

Το μεγαλόπρεπο αυτό συγκρότημα εντάχθηκε σε ένα μακρόπνοο πρόγραμμα, το οποίο ολοκληρώθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αιώνα μ.Χ. Μετά τα μέσα του ίδιου αιώνα ορισμένα κτήρια, όπως το βουλευτήριο, διασκευάζονται για να εξυπηρετήσουν νέες ανάγκες. Η αγορά της Θεσσαλονίκης, σχήματος ανοικτού Π, είχε βορινό δροσερό προσανατολισμό με κύρια είσοδο από το παλιό τμήμα της πόλης. Στις τρεις πτέρυγες υπήρχαν διπλές κιονοστήρικτες στοές κορινθιακού ρυθμού. Στην ανατολική αναπτύσσονταν οι αίθουσες των δημόσιων υπηρεσιών.

Στη βόρεια πλευρά της ανατολικής πτέρυγας αποκαλύφθηκε κτήριο που διαμορφωνόταν με τρεις ορθογώνιες κόγχες στην ανατολική πλευρά του. Παρόλο που δεν ήλθε στο φως ολόκληρο, διότι προχωρούσε κάτω από την παρειά της οδού Ολύμπου, η σύγκρισή του με αντίστοιχο κτήριο στην ίδια θέση στην αγορά των Φιλίππων, επιτρέπει την πλήρη αποκατάστασή της κάτοψής του. Το κτίσμα είχε πιθανότατα λατρευτική χρήση, σχετιζόμενη με την καπιτωλική τριάδα και προπαντός της JunoMoneta.

Προς μια τέτοια ερμηνεία εξάλλου συμβάλλει και η ανεύρεση τεσσάρων χαλκευτικών κλιβάνων. Σε έναν από αυτούς ένα μοναδικό εύρημα, με δεκάδες κομμάτια πήλινων μητρών για την κατασκευή πετάλων νομισμάτων, ταύτισε τον χώρο με το νομισματοκοπείο της πόλης.

Αργότερα, μέσα στον 2ο αιώνα μ.Χ., στη θέση του υπάρχοντος ορθογώνιου βουλευτηρίου του 1ου αιώνα π.Χ., αποφασίζεται η ανέγερση ενός ωδείου, το οποίο γίνεται μεγαλύτερο μετά τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα προγραμματίστηκε μια επέκταση του ωδείου και παράλληλα η μετατροπή του σε θέατρο. Η φάση αυτή δεν ολοκληρώθηκε. Σημαντικό κτήριο που σχετίζεται με τη διοικητική λειτουργία του συγκροτήματος της αγοράς είναι η νοτιότατη αίθουσα, ο βόρειος τοίχος της οποίας διαμορφώνεται με εσοχές στις οποίες προσαρμόζονταν ξύλινα ράφια για την τακτοποίηση παπύρων, εγγράφων της εποχής. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα αρχείο της πόλης. Η διπλή στοά της νότιας πτέρυγας θεμελιώνεται πάνω σε επιβλητική κρυπτή στοά, σοφή αρχιτεκτονική λύση για να περάσουν στο επόμενο χαμηλότερο επίπεδο της πόλης. Εκεί υπάρχει μια σειρά καταστημάτων με προσβάσεις από έναν στενό μαρμαροστρωμένο εμπορικό δρόμο.

Συνοπτικά οι χρήσεις του χώρου έχουν ως εξής:

Ο χώρος της αγοράς χρησιμοποιείται για πρώτη φορά μετά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ. Εγκαθίστανται εκεί εργαστήρια αγγείων και πήλινων ειδωλίων, που εκμεταλλεύονται το φυσικό καθαρό κόκκινο χώμα. Ανοίγονται λάκκοι εξόρυξης που σύντομα σφραγίζονται με υλικά απόρριψης.

Η πρώτη οικιστική εγκατάσταση με χρήση ιδιωτική εντοπίζεται γύρω στα μέσα του 2ου προχριστιανικού αιώνα. Η φάση διαρκεί μέχρι και τον 1ο μεταχριστιανικό αιώνα. Στη φάση αυτή ανάγεται το βαλανείο, η καταστροφή του οποίου προσδιορίζεται στα χρόνια του Βεσπασιανού.

Προς το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ. δημιουργείται ένα συγκρότημα δημόσιου χαρακτήρα, η διάρκεια ζωής του οποίου φθάνει μέχρι τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. Τότε ανεγείρεται το πρώτο ημικυκλικό ωδείο στην ανατολική πτέρυγα και σειρά καταστημάτων νοτιοανατολικά έξω από την αγορά.

Μετά τα μέσα του 3ου αιώνα το υπάρχον ωδείο μεγαλώνει για να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες της πόλης.

Γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα γίνεται προσπάθεια να μετατραπεί το ωδείο σε θέατρο.

Γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ. εντοπίζεται σε όλους τους χώρους εγκατάλειψη και μετατροπή τους σε δευτερεύουσες εργαστηριακές χρήσεις, με άνοιγμα και πάλι μεγάλων λάκκων για εξόρυξη πηλού. Διατηρείται η χρήση μόνο στα καταστήματα νότια της κρυπτής στοάς.

Μετά τον 5ο αιώνα, σε χρόνο δυσπροσδιόριστο, αλλά οπωσδήποτε μέχρι τον10ο αιώνα μ.Χ. το ωδείο μετατρέπεται σε χοάνη υποδοχής ομβρίων υδάτων που τα διοχετεύει με φαρδύ αγωγό ορθογωνικής διατομής στην κρυπτή στοά που έχει μετατραπεί σε κιστέρνα, με τις απαραίτητες παρεμβάσεις για καθαριότητα και στεγάνωση. Διάσπαρτα στο χώρο δημιουργούνται μικρές δεξαμενές νερού και κιστέρνες.
Τα καταστήματα νότια της κρυπτής στοάς χρησιμοποιούνται τμηματικά μέχρι και τον 13ο-14ο αιώνα μ.Χ.

Ωδείο

Μέσα στον 2ο αιώνα μ.Χ., στη θέση του υπάρχοντος ορθογώνιου βουλευτηρίου του 1ου αιώνα π.Χ., αποφασίζεται η ανέγερση ενός ωδείου, το οποίο γίνεται μεγαλύτερο μετά τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Η παλαιότερη φάση του ωδείου διερευνήθηκε, με αφορμή τη συντήρηση των πλακών της ορχήστρας που απομακρύνθηκαν για να συγκολληθούν. Μια δοκιμαστική τομή στην ορχήστρα έφερε στο φως τα λείψανα της φάσης του 2ου αιώνα.

Το γεγονός ότι στον 3ο μεταχριστιανικό αιώνα η κεντρική ορθογώνια αίθουσα της ανατολικής πτέρυγας αντικαταστάθηκε από ένα νέο, εγγεγραμμένο και πάλι, μεγαλύτερο ωδείο σε προκαθορισμένων διαστάσεων θέση, δημιούργησε ένα κτήριο ξεχωριστής τυπολογίας. Το προσφερόμενο βάθος ήταν δεδομένο εξαιτίας των γειτονικών κτισμάτων. Οι τρεις ορθογώνιοι χώροι στο νότιο τμήμα της πτέρυγας παρέμειναν ακέραιοι. Με δεδομένο το ανάπτυγμα της πρόσοψης και την έλλειψη δυνατότητας πρόσβασης στο εσωτερικό του ωδείου από πλάγιες θέσεις του κοίλου, ο αρχιτέκτονας χωροθέτησε όλες τις προσβάσεις, θεατών και ηθοποιών, στην πρόσοψη. Οι ηθοποιοί εισέρχονταν από τις ακραίες θύρες, από εκείνες δηλαδή που σώζουν ακόμη τα θυρώματά τους, ενώ το κοινό χρησιμοποιούσε τις ενδιάμεσες θύρες. Εισερχόταν, δηλαδή, κανείς σε έναν επιμήκη προθάλαμο, κάτω ακριβώς από το δάπεδο της σκηνής, και στη συνέχεια διοχετευόταν δεξιά και αριστερά όπου υπήρχαν κλίμακες ανόδου στο μοναδικό διάζωμα του κοίλου.

Από τη σχέση σκηνής και προθαλάμου εισόδου σε δύο επάλληλα επίπεδα προκύπτει μοναδική τυπολογία για το ωδείο της Θεσσαλονίκης, καθώς αναγκαστικά το δάπεδο της σκηνής ήταν αρκετά υπερυψωμένο. Ταυτόχρονα ο αρχιτέκτονας φρόντισε να μετριάσει το ύψος του προσκηνίου, που διαμορφώνεται με εναλλασσόμενες κόγχες με οίκους ανεβάζοντας το δάπεδο της ορχήστρας σε οριακή στάθμη, έτσι ώστε να είναι δυνατή και η προσπέλαση των ηθοποιών από τα παρασκήνια, τα οποία βρίσκονταν πλευρικά κάτω από τα πέρατα του κοίλου. Για τους δύο αυτούς λόγους, την παρουσία των παρασκηνίων κάτω από το κοίλο και το μεγάλο ύψος του προσκηνίου, το πόδιο του κοίλου υπερυψώθηκε υπερβολικά, έτσι ώστε οι θεατές των πρώτων εδωλίων να μπορούν να βλέπουν ολόκληρο το χώρο της σκηνής.

Αυτό το ιδιαίτερα ψηλό πόδιο αποτέλεσε αφορμή να υποστηριχθεί η άποψη από παλιότερους ερευνητές ότι ο χώρος λειτουργούσε ως αρένα. Η θεωρία αυτή, βέβαια, είναι μάλλον ατυχής εξαιτίας του μικρού μεγέθους της ορχήστρας, αλλά και όλου του κτηρίου, που καθιστούν τη λειτουργία αυτή σχεδόν απαγορευτική. Στη φάση του 3ου αιώνα μ.Χ., το ωδείο ήταν ένα στεγασμένο κτήριο χωρητικότητας 300 ατόμων.

Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα προγραμματίστηκε μια επέκταση του ωδείου και παράλληλα η μετατροπή του σε θέατρο. Δημιουργείται ένα πρόσθετο κοίλο, πλάτους δεκαπέντε μέτρων περίπου, για την κατασκευή του οποίου διατέθηκαν χώροι προς τα ανατολικά που λειτουργούσαν ως ιδιωτικές κατοικίες, τα θεμέλια των οποίων ενσωματώθηκαν στην υποδομή του κοίλου. Για τις απαιτήσεις της σκηνής του νέου θεατρικού κτηρίου θυσιάστηκε μέρος της εσωτερικής στοάς και σφραγίστηκαν οι τρεις κεντρικές είσοδοι του κοινού. Για την είσοδο των θεατών στο θέατρο δημιουργήθηκαν δύο φαρδιά κτιστά κλιμακοστάσια, που οδηγούσαν σε ένα κεντρικό διάζωμα. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές στρωματογραφικές ενδείξεις ότι η φάση αυτή δεν ολοκληρώθηκε.

Το ωδείο έχει συντηρηθεί, έχει μερικώς αναστηλωθεί και χρησιμοποιείται για πολιτιστικές εκδηλώσεις που συνάδουν με τον χαρακτήρα του μνημείου.

Το ωδείο εγκαινιάστηκε στις 27 Ιουνίου 1997 και έκτοτε φιλοξένησε πολλά θεατρικά έργα, μουσικές συναυλίες, εκδηλώσεις λόγου και χορού. Χρησιμοποιείται κάθε χρόνο για παραστάσεις κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών (Μάιος- Σεπτέμβριος) από διάφορους φορείς (Δήμος Θεσσαλονίκης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος) και επιλεγμένους ιδιώτες καλλιτέχνες.

Αντίστοιχα χρησιμοποιείται και η κρυπτή στοά της αγοράς, η οποία επίσης διαθέτει τις προδιαγραφές για φιλοξενία τόσο εκθέσεων όσο και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων.

Γιώργος Βελένης και Πολυξένη Αδάμ-Βελένη
Αρχιτέκτονες, Αρχαιολόγοι

diazoma.gr