pegasus_LARGE_t_242261_54489201

Στη Χάλκη του ενός οικισμού το τοπίο είναι άγριο και ο βράχος κυριαρχεί παντού. Και τι βράχος! Δυνατός! Όπως και οι άνθρωποι που ζουν εδώ, περήφανοι, στην απομακρυσμένη γωνιά τους. Σε αγκαλιάζουν με στοργή και δεν εξηγείται αλλιώς, θέλουν τόσο, μα τόσο πολύ να σε «κρατήσουν»!

Στον άλλο τόπο, την πανέμορφη Χάλκη , στις  ομορφιές ,την ιστορία της   , μας ταξιδεύει  μέσα από το thetravelbook.gr με τα κειμενά της η Ηλέκτρα Φατούρου και τις φωτογραφίες του Παναγιώτης Σαρρής

Το Νημποριό αριστερά, τα Φτενάρια δεξιά και περιμετρικά οι βραχονησίδες του Καρπάθιου Πελάγους
%IMAGEALT%

Τα «δύσκολα» σε πεισμώνουν. Ειδικά, όταν η φήμη τους σε προκαλεί να τα «κατακτήσεις» όπως και να ‘χει. Κάπως έτσι γίνεται με τη Χάλκη. Ο φιλήσυχος προορισμός των 300 κατοίκων με τον ένα και μοναδικό οικισμό, πριν καλά καλά «ανοίξει» η σεζόν, σχεδόν «αντιστέκεται» στον επισκέπτη.

Αν και απέχει μόλις 11 ναυτικά μίλια από το νησί των Ιπποτών, συνδέεται με το λιμάνι της Ρόδου μόνο δύο φορές την εβδομάδα, ενώ από την Καμειρόσκαλα –το κοντινότερό αραξοβόλι, στα δυτικά- υπάρχει πλοίο τις υπόλοιπες, αλλά δίχως αυθημερόν επιστροφή.

Ομορφα και φροντισμένα τα σοκάκια
%IMAGEALT%

Ισως να προετοιμάζεται για το καλοκαίρι, προφυλαγμένη μακριά από τα βλέμματα, πριν αλλάξουν τα δεδομένα. Πριν τα πλακόστρωτα δρομάκια στο Νημποριό γεμίσουν περιπατητές και στο μικρό της απάγκιο, δίπλα στα ψαροκάικα, αγκυροβολήσουν δεκάδες κότερα.

Η βελτίωση της ακτοπλοϊκής σύνδεσης με τη Ρόδο, είναι προς το παρόν δευτερεύουσας σημασίας. Πρωταρχικός στόχος των τοπικών αρχόντων είναι να εφαρμόσουν τα νέα συστήματα βιολογικού καθαρισμού και αφαλάτωσης νερού.

Καλωσόρισμα στο λιμάνι
Φτάσαμε λίγο πριν το Πάσχα με καιρό μουντό. Οι αποβιβασθέντες, μετρημένοι στα δάχτυλα και στην άκρη της προβλήτας, το στρατιωτικό άγημα χαιρετίζει την καινούργια ημέρα. Ο δήμαρχος Χάλκης είναι εκεί, έτοιμος να μας κατατοπίσει. Μάλιστα, «μισθώνει» και ένα από τα -όλα κι όλα- 15 οχήματα για να κάνουμε το γύρο του νησιού.

«Οταν καλοκαιριάσει, απαγορεύεται η κυκλοφορία τους στην πλατεία», μας ενημερώνει, για να μην πάρουμε ιδέες και την επόμενη φορά έρθουμε με αυτοκίνητο. Άλλωστε, η Χάλκη, αποτελεί ορισμό της ησυχίας, της χαλάρωσης, των περιπάτων, της απόλυτης κατάνυξης. Επιπλέον, οι ασφαλτόδρομοι που οδηγούν στο εσωτερικό του έχουν «κλείσει» ελάχιστα χρόνια ζωής. Κάποιοι, μάλιστα, ακόμα δεν έχουν ολοκληρωθεί.

Τα βήματα ανάπτυξης γίνονται αργά ενώ όλα αποτελούν θέμα προτεραιοτήτων. «Πριν από λίγο καιρό φτιάξαμε το φαρμακείο, για να νιώθει ο επισκέπτης ασφάλεια», δηλώνει και μέσα σε λίγα λεπτά, ενημερωνόμαστε για τα υπόλοιπα σημεία ενδιαφέροντος.

Βρισκόμαστε στο βασίλειο της πέτρας
%IMAGEALT%

Τα βλέπουμε άλλωστε, ολόγυρά μας. Τα αμφιθεατρικά κτισμένα αρχοντόσπιτα του λιμανιού, τα ταβερνάκια της ακτής, το Δημαρχείο με τον Πύργο του Ρολογιού, την εκκλησιά του Αγίου Νικολάου, τους τρεις Μύλους και το καμάρι τους∙ την πρώην σφουγγαραποθήκη, νυν δημοτικό ξενώνα, με τα 19 δωμάτια. Θα ‘χουμε χρόνο να τα δούμε όλα, αργότερα. Είχε έρθει η στιγμή για μια «γεύση» από τη ενδοχώρα.

Ιστορική αναδρομή
Η ιστορία της Χάλκης ακολουθεί κατά πόδας την ακμή και παρακμή της Ρόδου. Παίρνει το όνομά της από ορυχεία χαλκού που κατά την αρχαιότητα υπήρχαν στο νησί, τον 14ο αιώνα αποκτά ένα ιπποτικό κάστρο στα ερείπια της αρχαίας ακρόπολης, τον 16ο κυριεύεται από τους Τούρκους και στα μέσα του 19ου ζει τη χρυσή εποχή της, χάρη στη σπογγαλιεία και το εμπόριο.

Εν συνεχεία, οι Ιταλοί κατακτητές καταργούν πολλά προνόμια και η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά, όταν το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού βάζει πλώρη για νέους προορισμούς, αναζητώντας καλύτερη τύχη. Η παλιά πρωτεύουσα ήταν κτισμένη εδώ, κάτω από το κάστρο, μακριά από τα «δίχτυα» των πειρατών. Τα λιθόκτιστα μισογκρεμισμένα σπίτια της ερήμωσαν τη δεκαετία του ’60, όταν οι κάτοικοι, ασφαλείς πια από επιδρομές, κατέβηκαν στο σημερινό Νημποριό.

Αγρια γη
Πίσω στο παρόν, το παλιό αγροτικό αγκομαχά, «καταπίνοντας» με δυσκολία τα 14 χιλιόμετρα που μας χωρίζουν από την πιο απομακρυσμένη διαδρομή. Με «σημάδι» τον Αϊ Γιάννη τον Αλάργα -μακριά τόσο από το εγκαταλελειμμένο Χωριό όσο και από τη θάλασσα- κινούμαστε αργά, ρουφώντας με το βλέμμα εικόνες και παραστάσεις που θυμίζουν ακατοίκητο προορισμό.

Βρισκόμαστε στο «βασίλειο» της πέτρας και από μακριά ξεχωρίζουν τα λιγοστά χορταριασμένα «μπαλώματα» όπου κάποτε υπήρχαν χωράφια για άνυδρες καλλιέργειες. Και ζώα πολλά. Οι κήφες άλλωστε, (τα παλιά πέτρινα μαντριά, κάτι αντίστοιχο με τα κρητικά μιτάτα) είναι ορατές σε κάθε στροφή. Και ξερολιθιές. Πολλές από δαύτες.

Τα ερειπωμένα τείχη μαρτυρούν την παρουσία των Ιπποτών στο κάστρο του 14ου – 15ου αιώνα στο Παλιό Χωριό
%IMAGEALT%

Κάποιος σημαντικός καλλιτέχνης θα πέρασε από ‘δω, σκεφτόμαστε, και με μοναδικό εργαλείο του την πέτρα, έχει φτιάξει περίτεχνα σχέδια πάνω στη γη, ορίζοντας την κτήση του με χάρη…
Ο αέρας λυσσομανά έξω από το παράθυρο μα, τίποτα δεν κινείται, πέρα από τα σύννεφα που «χορεύουν» ατίθασα πάνω από τα κεφάλια μας. Αφήνουν τον ήλιο να περνά κατά βούληση, μια εδώ, μια εκεί, δείχνοντας τελικά το δρόμο για το κατάλευκο εκκλησάκι.

Με τη Ρόδο να αναδύεται αγέρωχη στον ορίζοντα, διασχίζουμε τη σιδερένια πύλη ως στην εσωτερική αυλή με το πελώριο κυπαρίσσι. Φανταζόμαστε το σκηνικό που διαδραματίζεται στους κόλπους της στις 29 Αυγούστου, οπότε και διοργανώνεται το μεγαλύτερο πανηγύρι του νησιού. Τις άλλες μέρες, μένει μόνιμα εδώ ο «Καλόγερος», ο φύλακας της μονής και κλειδοκράτορας των λιγοστών κελιών που φιλοξενούν τους προσκυνητές.

Το προαύλιο του Αγίου Νικολάου με το ψηφιδωτό του 1861 και στο βάθος το μεγαλόπρεπο καμπαναριό
%IMAGEALT%

Επιστρέφουμε από τον ίδιο δρόμο, προς το Χωριό, με σκοπό μια μόνο παράκαμψη∙ στον Αι Γιάννη του Ρυακιού. Στο «άδοξο» τέλος δρόμου-η ασφαλτόστρωση έχει μείνει στη μέση-, πατάμε στα πόδια μας ψάχνοντας με τα μάτια το εκκλησάκι που 80 χρόνια πριν αποτελούσε το καταφύγιο ενός αληθινού ασκητή. Μάταια όμως. Για να δούμε οτιδήποτε, θα πρέπει να συνεχίσουμε κατά πολύ την κατάβαση. Καταφέρνουμε και «φωτογραφίζουμε» μόνο μια υποψία παραλίας, έναν όρμο στα βόρεια παράλια, που συγκέντρωνε τους σφουγγαράδες του νησιού.

Στο Παλιό Χωριό
Πρώτα βλέπουμε το κάστρο και μόλις το εντοπίζουμε, αναζητούμε τα πέτρινα χαλάσματα της βάσης του, αυτά που κάποτε συνιστούσαν την πρωτεύουσα. Από μακριά ξεχωρίζει το κλειδαμπαρωμένο μοναστήρι της Παναγιάς με χρονολογία ίδρυσης το 16ο αιώνα. Στη γιορτή, τον Δεκαπενταύγουστο, το Παλιό Χωριό ξαναζεί, μα σήμερα, εμείς, οι μοναδικοί επισκέπτες, κοντοστεκόμαστε στην πλατεία, τον χώρο τέλεσης της εορτής.

Με πρωτοβουλία των κατοίκων θα γίνουν «διακοσμητικές» αλλαγές για το φετινό δρώμενο, ενώ στα μελλοντικά σχέδια είναι και η κατασκευή δρόμου σωστού, από την Παναγιά στο Κάστρο – ένα έργο που προβλέπεται να διαρκέσει τρία χρόνια, και έχει ως σκοπό να το κάνει περισσότερο προσιτό.

Απασφαλίζουμε το δέσιμο της συρμάτινης πόρτας και ανηφορίζουμε το λιθόχτιστο μονοπάτι μέχρι το φρούριο των Ιπποτών. Σε λιγότερο από 20 λεπτά κατακτάμε την κορυφή και θαυμάζουμε θέα… Γύρω μας, γυμνά βουνά, οι γειτονικές βραχονησίδες Νήσος και Κρεβάτι και στο βάθος, η αγριεμένη θάλασσα του Καρπάθιου πελάγους.

Και πώς βρέθηκαν πάλι εδώ οι Βενετοί; Η απάντηση είναι πως τους έφεραν. Οι Ιππότες της Ρόδου παραχώρησαν τη Χάλκη ως φέουδο στην οικογένεια Assanti από την Ισκια, ένα πανέμορφο ηφαιστειακό νησί στο βόρειο τμήμα του κόλπου της Νάπολης. Μεταφέρθηκαν λοιπόν και έχτισαν το κάστρο τους, στα ερείπια της αρχαίας ακρόπολης, σε σημείο στρατηγικό, για να ελέγχουν τη θάλασσα και το λιμάνι στο Νημποριό.

Το εσωτερικό του Αγίου Νικολάου. Στο βάθος διακρίνεται το σπάνιο ξυλόγλυπτο τέμπλο
%IMAGEALT%

Το οικόσημο του Μεγάλου Μαγίστρου D’ Aubusson μαρτυρά την παρουσία τους, ενώ εντός φρουρίου βρίσκονται και τα ερείπια του Αγίου Νικολάου, του μεγαλύτερου μεσαιωνικού ναού του νησιού. Κοιτώντας κάτω, διαγράφεται σα νησάκι από ψηλά, η χερσόνησος της Τραχειάς με τις δυο αμμουδιές της.

Επιστροφή στο Νημποριό
Δεξιά και αριστερά του οικισμού οι παραλίες. Ο Πόνταμος, εκτείνεται με τα πόδια σε απόσταση 10΄, τα Φτενάγια σε 15′, τα Κάνια σε 25′ και πάει λέγοντας… Oποιος δεν έχει ανάγκη να πεζοπορήσει, μπορεί να ακολουθήσει τη θαλάσσια οδό για να εξερευνήσει βοτσαλωτές παραλίες και σμαραγδένια νερά μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Είναι πια απομεσήμερο και οι περισσότεροι κάτοικοι ξεκουράζονται στη θαλπωρή των σπιτιών τους. Οχι όλοι όμως.

Είμαστε τυχεροί και στο διάβα μας συναντάμε έναν από τους γηραιότερους κατοίκους του νησιού, τον 74χρονο Πέτρο Ιωάννου που έχει πάρει τους δρόμους «διαγράφοντας» την καθημερινή του βόλτα. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι έξω απ’ το σχολειό. «Οταν πρωτάνοιξε ήμασταν 300 παιδιά, δεν χωράγαμε στους διαδρόμους», θυμάται.

Σήμερα, μόλις 45 μαθητές γεμίζουν τις τάξεις. Τρεις μόνο στο γυμνάσιο. «Γεννήθηκα στο Χωριό αλλά ήμουν ταξιδιάρης», μας λέει. Μέχρι και στην Αμερική έχει πάει. Γύρισε πίσω το ’79 και από τότε δεν ξανάφυγε. «Ο πρώτος ξένος που ήρθε στο νησί μαζί μου νταραβερίστηκε»!

Φέρνει στο νου μέρες αλλοτινές, όταν «τη Μεγαλοβδομάδα γινότανε χαμός στα σοκάκια». Τώρα περιμένει καρτερικά τα πανηγύρια, τις βαφτίσεις, τους γάμους για να χαρεί, να «ξαναγεννηθεί», όπως λέει. Πετάγεται όρθιος, ανυπόμονος να μας δείξει το νησί του. Προπορεύεται και μιλά για τις παλιές εποχές, όταν οι φούρνοι έξω από τα σπίτια ψήνανε κουλουράκια και ψωμί και μοσχοβολούσε ο τόπος. Αλλωστε, «άμα δεν είχες φούρνο και αλευρόμυλο δεν ήσουν νοικοκυρά»!

Ο βέρος Χαλκίτης «οδηγός» μας, Πέτρος Ιωάννου
%IMAGEALT%

Περπατάμε ανάμεσα στα δίπατα και τρίπατα αρχοντικά, σε πλακόστρωτα, στενά σοκάκια. Που και πού βλέπουμε και κάνα χαμόσπιτο, τα περισσότερα όμως είναι ανακαινισμένα, καλοδιατηρημένα, αληθινά αρχοντικά. Χαιρετάει τους πάντες. Γι’ αυτό βγήκε άλλωστε. Για κουβέντα και άσκηση. «Το καλό είναι ότι έρχονται οι νέοι και φέρνουν και φίλους τους παρέα. Αλλά δεν τους κρατάει ο τόπος».

Η μοναξιά τρεμοπαίζει στη φωνή… Τα μπουμπουνητά προμηνύουν βροχή και οι πρώτες στάλες υγραίνουν το πρόσωπο. Φτάνουμε στον στρωμένο με ασπρόμαυρα βότσαλα περίβολο του Αγίου Νικολάου και τον χρησιμοποιούμε σαν καταφύγιο από τη μπόρα. Δεν είμαστε οι μόνοι. Η γυναικεία χορωδία τραγουδάει τα Εγκώμια εντός των τειχών.

Ο μπάρμπα Πέτρος μάς δείχνει το ξυλόγλυπτο τέμπλο και ξάφνου αναγνωρίζει μια φωνή. «Η ανιψιά μου είναι αυτή», λέει με καμάρι και πιάνει τον ψαλμό. Δέκα φωνές μαζί φτιάχνουν αντίλαλο τρανό που ταξιδεύει έξω απ’ τις πόρτες, μπλέκεται με τον ήχο της βροχής και δημιουργεί ένα τραγούδι μαγικό. Αυτή η γνωριμία δε θα μπορούσε να κλείσει αλλιώτικα.