frouta-laxanika

της Μαριάννας Τζεβελέκου, Φοιτήτριας Νοσηλευτικής

Σύμφωνα με μελέτες έχει αποδειχτεί, πως οι διατροφικές συνήθειες μπορούν να εξηγήσουν την αιτία εμφάνισης καρκίνου, του 30% των περιπτώσεων στις δυτικές χώρες και περίπου του 20% στις αναπτυσσόμενες. Για τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου συνίσταται η διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους, η φυσική δραστηριότητα σε εβδομαδιαία βάση, η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών κάθε μέρα, η μείωση του λίπους στη διατροφή, ο περιορισμός της κατανάλωσης του άλατος, η σωστή αποθήκευση των τροφίμων και τέλος, ο περιορισμός της κατανάλωσης αλκοόλ.

Πολυάριθμες επιδημιολογικές μελέτες κάνουν ευρέως γνωστό ότι η υψηλή κατανάλωση λαχανικών και φρούτων μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου της στοματικής κοιλότητας, του οισοφάγου, του στομάχου και πιθανώς του παχέος και ορθού εντέρου. Συγκεκριμένα, τα σταυρανθούς λαχανικά, δηλαδή το μπρόκολο, το κουνουπίδι και το λάχανο είναι σε θέση να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης μερικών καρκίνων. Η κατανάλωση ντομάτας και των παραγώγων της έχει συσχετιστεί αντιστρόφως, με τον κίνδυνο καρκίνου του πνεύμονα, του στομάχου και του προστάτη. Επίσης, τα θρεπτικά συστατικά και φυτοχημικά που διαθέτουν τα φρούτα και τα λαχανικά, μπορούν να συμβάλλουν στην προστατευτική επίδρασή τους. Σε αυτά τα θρεπτικά συστατικά συμπεριλαμβάνονται οι φυτικές ίνες, βιταμίνες όπως η C, η Ε και το φυλλικό οξύ, τα μεταλλικά στοιχεία όπως το σελήνιο και τα φυτοχημικά όπως τα καροτενοειδή, τα φλαβονοειδή, οι ισοφλαβόνες, τα συστατικά του σκόρδου και του πράσου, οι σαπονίνες και άλλα.

Πιστεύεται τέλος, πως η προστατευτική δράση των φρούτων και των λαχανικών, είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού πολλών θρεπτικών συστατικών, ή αυτών των θρεπτικών συστατικών, στο σύνολό τους, που περιέχει ένα συγκεκριμένο ολόκληρο τρόφιμο και όχι απομονωμένων θρεπτικών συστατικών. Επιπλέον, τα φρούτα και τα λαχανικά μπορούν να αλλάξουν τον κίνδυνο καρκίνου, μέσω των αντιοξειδωτικών ή αντιφλεγμονωδών επιδράσεων τους, ενισχύοντας τον μεταβολισμό και την έκκριση των καρκινογόνων συστατικών και διαμορφώνοντας την λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως η υψηλή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών οδηγεί σε χαμηλότερη πρόσληψη θερμίδων και λίπους, η οποία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Τέλος, η υψηλή κατανάλωση σιτηρών ολικής αλέσεως, έχει συσχετιστεί με μειωμένο κίνδυνο καρκίνου του ορθού, του παχέος εντέρου, του γαστρεντερικού σωλήνα και του ενδομητρίου. Τα σιτηρά ολικής αλέσεως διαμορφώνουν την υγεία του εντέρου, ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα και προσφέρουν αντιοξειδωτικές ουσίες. Η κατανάλωση αυτών των τροφίμων ακόμα, αλλάζει το γλυκαιμικό φορτίο, το οποίο κατά καιρούς έχει συσχετιστεί με καρκίνο του παχέος εντέρου.

Όσον αφορά τις φυτικές ίνες, πιστεύεται ευρέως, πως επιδρούν προστατευτικά μέσω της δέσμευσης, της αραίωσης ή του μειωμένου χρόνου διέλευσης των καρκινογόνων συστατικών μέσω του γαστρεντερικού σωλήνα. Αυτός είναι και ο λόγος των χαμηλών ποσοστών καρκίνου του παχέος εντέρου σε πληθυσμούς με αυξημένη πρόσληψη φυτικών ινών. Παρόλα αυτά είναι δύσκολο να διαχωριστούν οι επιδράσεις των φυτικών ινών από αυτές άλλων συστατικών των φρούτων, των λαχανικών και των σιτηρών ολικής άλεσης. Είναι δυνατόν οι φυτικές ίνες να δρουν προστατευτικά σε συνδυασμό με τα συστατικά αυτών των τροφίμων ή η προστατευτική δράση να μην οφείλεται στις φυτικές ίνες αλλά στα υπόλοιπα θρεπτικά συστατικά των τροφών.

Το φυλλικό οξύ υπάρχει άφθονο σε όλα τα φρούτα και τα λαχανικά και είναι απαραίτητο για τη σύνθεση και την επιδιόρθωση του DNA. Έχει αποδειχτεί πως η πρόσληψη φυλλικού οξέος μειώνει την εμφάνιση αδενώματος και καρκίνου του παχέος εντέρου ενώ αντίθετα, η μειωμένη πρόσληψή του αυξάνει αυτό τον κίνδυνο. Ο υψηλός κίνδυνος καρκίνου του μαστού έχει συνδεθεί επίσης με την ανεπάρκεια φυλλικού οξέος.

Είναι γνωστό πως το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου του οισοφάγου, του μαστού σε μετεμμηνοπαυστικές γυναίκες, του παχέος εντέρου, του ενδομητρίου και του νεφρού. Τα παχύσαρκα άτομα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση συγκριτικά με άτομα φυσιολογικού βάρους, γεγονός που συνδέεται με το αδενοκαρκίνωμα του οισοφάγου. Ακόμα, η παχυσαρκία μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα των οιστρογόνων σε μετεμμηνοπαυστικές γυναίκες. Τα οιστρογόνα συντίθενται στο λιπώδη ιστό και οι γυναίκες που είναι παχύσαρκες διαθέτουν κατά αυτό τον τρόπο, υψηλότερα επίπεδα οιστρογόνων, σε σχέση με τις γυναίκες φυσιολογικού βάρους. Τα υψηλά επίπεδα οιστρογόνων, είναι σε θέση να προωθήσουν την αύξηση όγκων στους μαστούς και στο ενδομήτριο.

6644297073_75806412e9_z

Επίσης, η αυξημένη πρόσληψη ενέργειας, ο υψηλός δείκτης μάζας σώματος και η κεντρική παχυσαρκία, επηρεάζουν την έκκριση ινσουλίνης, γεγονός το οποίο, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου.
Η συστηματική σωματική άσκηση συσχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο καρκίνου τόσο του παχέος εντέρου όσο και του μαστού και λειτουργεί προστατευτικά μέσω διαφορετικών μηχανισμών. Βοηθά τα άτομα να διατηρήσουν ένα υγιές σωματικό βάρος και μεταβάλλει τα επίπεδα των στεροειδών ορμονών, της ινσουλίνης και παρόμοιων της, αυξητικών παραγόντων. Μεταβάλλει το ανοσοποιητικό σύστημα και αυξάνει την κινητικότητα του εντέρου, γεγονός που εντέλει, μειώνει την έκθεση του παχέος εντέρου και του μαστού σε καρκινογόνες ουσίες.

Κατά την κατανάλωση λίπους, εκκρίνεται οξύ από τη χοληδόχο κύστη με σκοπό την πέψη του. Η αύξηση των ελεύθερων λιπαρών οξέων της διατροφής και των χολικών οξέων στην περιοχή του παχέος εντέρου, οδηγούν σε κυτταρική βλάβη ή σε αυξημένο κυτταρικό πολλαπλασιασμό. Η σχέση μεταξύ του λίπους της διατροφής και του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου μπορεί να εξαρτηθεί από τον τύπο του λίπους που καταναλώνεται. Φαίνεται να έχει διαφορετικές επιδράσεις το κορεσμένο λίπος, από ότι τα ακόρεστα λιπαρά οξέα στην εμφάνιση καρκίνου. Η πηγή του διατροφικού λίπους είναι επίσης σημαντική. Η υψηλή κατανάλωση ζωικού λίπους συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη, ενώ το φυτικό λίπος δεν παρουσιάζει τέτοια επίδραση. Γενικά, συστήνεται περιορισμένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος και ειδικά επεξεργασμένου με υψηλή περιεκτικότητα σε λίπος.

Πολλά στοιχεία συνηγορούν στο γεγονός ότι η κατανάλωση αλκοόλ αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου της στοματικής κοιλότητας, του φάρυγγα, του λάρυγγα, του οισοφάγου και του ήπατος. Σε συνδυασμό δε με το κάπνισμα, αυξάνεται περαιτέρω αυτός ο κίνδυνος. Το αλκόολ ή ο μεταβολίτης του, η ακεταλδεϋδη, μπορεί άμεσα να προκαλέσει βλάβη στους ιστούς ή να αλλάξει το μεταβολισμό των καρκινογόνων ουσιών. Επίσης αυξάνει το επίπεδο των οιστρογόνων, τα οποία συμβάλλουν στην ανάπτυξη καρκίνου του μαστού και τέλος, μεταβάλλει το μεταβολισμό του φυλλικού οξέος και τα επίπεδα του στο σώμα. Γενικότερα, η κατανάλωση του αλκοόλ δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 2 ποτά την ημέρα για τους άντρες και το 1 ποτό για τις γυναίκες.

Η κατανάλωση καφέ ή καφεΐνης δεν έχει συσχετιστεί μέχρι στιγμής με τον κίνδυνο καρκίνου. Παρόλα αυτά η κατανάλωση τσαγιού έχει συσχετιστεί με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του στομάχου και του παχέος εντέρου σε μερικούς πληθυσμούς. Τα πολύ καυτά ροφήματα και τρόφιμα μπορούν επίσης να συσχετιστούν με καρκίνους. Για αυτό το λόγο, συνίσταται η αποφυγή τους, διότι μπορούν να βλάψουν και να ερεθίσουν την επιθηλιακή επίστρωση του ανώτερου γαστρεντερικού σωλήνα, αυξάνοντας τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου.

Είναι αποδεκτό, ότι η κατανάλωση αλατισμένων τροφίμων βλάπτει το βλεννογόνο του στομάχου. Για το λόγο αυτό, τρόφιμα, όπως αυτά που συντηρούνται σε άλμη ή περιέχουν υψηλές ποσότητες άλατος, συνδέονται με ένα μεγάλο κίνδυνο καρκίνου του στομάχου.
Οι αφλατοξίνες είναι τοξίνες, οι οποίες παράγονται από τη μούχλα των τροφίμων, όπως τα καρύδια, τα σιτηρά και άλλα. Θεωρείται πως η μόλυνση των τροφίμων από τις αφλατοξίνες, αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του ήπατος. Είναι πολύ σημαντικό τα τρόφιμα να αποθηκεύονται κατάλληλα ώστε να αποτρέπεται η μόλυνσή τους από τις αφλατοξίνες.