‘Aσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας 27 Οκτωβρίου 2014 Αρχίζω Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός,καθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας,κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες, εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικουκαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό,που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινεμα όλος ο κόπος τ’ ουρανού,όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόναπρωί στα πόδια του βουνού, τώρα, σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει, τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα,πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της,μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαναπό λιμό χαράς κοίτουνται τα τραγούδιαβράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιάκόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο. 2 Τώρα μες τα θολά νερά ένας ίσκιος νευριάζει. O άνεμος αρπαγμένος απ τις φυλλωσιέςκάνει εμετό στη σκόνη του,τα φρούτα φτύνουν το κουκκούτσι τους,η γή κρύβει τις πέτρες της,ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχονταςτην ώρα που μες από τα ουράνια θάμνατο ούρλιασμα της συννεφολύκαιναςσκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας.Κ’ ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο,κ’ ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες,κ’ ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε: -φωτιά ή μαχαίρι!Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησανκακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός,μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες! 3 Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή,λυώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης-ο θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο! Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλλα στον αέρα,καθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυστο θάνατο – κ’ η μοίρα ό τι θέλει ας πεί. Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κ’ ηύρε το θάρρος,καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο,-κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι κέρωσαν! Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!(Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά…) Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες,ύστερα σκόρπισε ο καπνός κ’ η μέρα πήε δειλάνα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια. Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά-μολις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος,κ’ ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλομά του νύχια! 4 Τώρα κοίτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,μ’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,μ’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αφτί,μοιάζει μπαξές που τούφυγαν άξαφνα τα πουλιά,μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά,μοιάζει ρολόι αγγέλου που σταμάτησεμόλις είπανε «γεια παιδιά!» τα ματοτσίνορακ η απορία μαρμάρωσε… Κοίτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη…Αιώνες μαύροι γύρω τουαλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπήκ οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρεςακούν με προσοχή,όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή-όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή. Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα,χωρίς άλλα κεριά,κοίτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη…άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,κι ανάμεσα απ τα φρύδιαμικρό πικρό πηγάδι – δακτυλιά της μοίρας,μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο,πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση! Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-από που τουφυγε η ζωή. Μην πήτε πως –μην πήτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου! Eτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια-έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη,κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο! 5 ‘Ηλιε, δεν ήσουν ο παντοτεινός;Πουλί, δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;Λάμψη, δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;Κ’ εσύ, περβόλι, ωδείο των λουλουδιών,κι’ εσύ, ρίζα σγουρή, φλογέρα της μαγνόλιας! Eτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δεντροκαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρακ’ ένας τρελός δέρνεται με το χιόνικαι τα δυο ματια πάνε να δακρύσουν,γιατί; ρωτάει ο αητός, πούναι το παλικάρι;Κι’ όλα τ’ αητόπουλα απορούν: πούναι το παλικάρι!Γιατί; ρωτάει, στενάζοντας η μάνα, πούναι ο γιος μου;Κι όλες οι μάνες απορούν: πού νάναι το παιδί!Γιατί; ρωτάει ο σύντροφος, πού νάναι ο αδερφός μου;Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν: πού νάναι ο πιο μικρός!Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός.πιάνουν το χέρι, και παγώνει,πάν να δαγκάσουνε ψωμί, κ’ εκείνο στάζει αίμα,κοιτούν μακριά τον ουρανό κ’ εκείνος μελανιάζει-γιατί; γιατί; γιατί; γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος;γιατί ένα τέτιο ανόσιο ψωμί;γιατί ένας τέτιος ουρανός εκεί που πρωτα εκατοικούσε ο ήλιος!.. 6 ΄Ηταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκεσκύψανε τα βουνά της θράκης να φανείστους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε,σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανεμια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του,βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβεράκαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα.Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,καβάλλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν,ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοίώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνεςκ’ ήρθαν από της γης τα πέραταοι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδιαεκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε! Hταν γερό παιδί,τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσαλέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα τουπου έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νίφες λεύκεςώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,η αυγή, που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκεστη σέλλα δυό μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο,να βάφει τα λουλούδιαή, πάλι, με στοργή να σιγονανουρίζειτις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν…Α! τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του!Τι χάρτης περιφάνιας το γυμνό του στήθος,όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!… Hταν γενναίο παιδί.Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,και με το κράνος του -γιαλιστερό σημάδι(φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλόπου δεν γνώρισε κακό ποτέ του)με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιάκαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!Με το αίμα πάνω από τα φρύδιατα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε, ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουντο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής,και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας-δεν έκλαψαν.Γιατί να κλάψουν;Hταν γενναίο παιδί! 7 Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος-τίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνάγονατισμένα. Κι από τις χαράδρες, βουϊζοντας,απ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει…Δεν κλαίει πια ούτ’ η λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψεγυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού-δεν κλαίει. Μοναχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνιαπάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριούμήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτεςκαι κρύψουν τις ακτίδες τουςκαι σταματήσουνεκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί!… Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος,σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά,σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται,τί νάναι που αφουκράζεται – σύννεφα, μήνες μακριά; Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους-αχ αφήστε την!μισή κερί μιση φωτιά μια μάνα κλαίει-αφήστε την!-στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει-αφήστε την!Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενόςκ’ οι μάνες είναι για να κλαίν, οι άντρες για να παλεύουν,τα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι,το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά,κ’ η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα! 8 Πέστε λοιπόν στον ήλιο νάβρει ένα καινούριο δρόμο,τώρα πια που η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη,αν θέλει να μη χάσει από την περιφάνια του!ή, τότε, πάλι, με χώμα και νερό,ας γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!Πέστε στον ήλιο νάβρει ένα καινούριο δρόμο-μην καταπροσωπίσει πια ούτε μια μαργαρίτα!Στη μαργαρίτα πέστε νάβγει μ’ άλλη παρθενιά! μη λερωθεί από δάκτυλα που δεν της πάνε! Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερακαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού,καθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι,μη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς,μον’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάςτις ροδωνιές όπου η ψυχή ανάδευε,τις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε.Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδαπου αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζιστον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγεςκαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντραποιού σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο! 9 Φέρτε κανούρια χέρια, τι τώρα ποιός θα πάειψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!Φέρτε καινούρια πόδια, τι τώρα ποιός θα μπειστον πεντοζάλι πρώτος των αγγέλων!Kαινούρια μάτια -θε μου!-, τι τώρα πού θα παννα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!Αίμα καινούριο, τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν!Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκο κι αμάραντο,τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!» Mέρα, ποιος θ’ αψηφίσει τα ροδακινόφυλλα;νύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά;Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντίλια μες στους κάμπους,ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο,για να ντυθεί τις θύελλες καβάλλα σ’ άστρωτο άλογοκαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων;Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσιγια ν’ ασπαστεί τα βάτσαλα,και ποιος θα κοιμηθείγια να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρουνάβρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια,αίμα και λαλιά,να ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνιακαι να ριχτεί-αχ τούτη τη φορά!-και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του! 10 ΄Ηλιος, φωνί χαλκού, κι άγιο μελτέμιπάνω στα στήθη του ώμοναν: «Ζωή, να σε χαρώ!»Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε,μόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδοκι ασήμι από δροσιά, μόνον εκεί ο σταυρόςάστραφτε καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη.Κ’ η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνενα πει μες απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους: «Ζω!» Γεια σου μορέ ποτάμι όπουβλεπες χαράματα,παρόμιο τέκνο θεού, μ’ ένα κλωνί ρογδιάςστα δόντια να ευωδιάζεται από τα νερά σου!Γεια σου και συ χωριατομουσμουλιά που αντρείευεςκάθε πούθελε πάρει Αντρούτσος τα ονειρά του!Και συ βρυσούλα του μεσημεριού, που έφτανες ως τα πόδια του,και συ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του,που ήσουν το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του,γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνειαγάπη ανθρώπου, ανάβονταςαστρον από άστρο, τα κρυφά στερεώματα,θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ,για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση.με λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών. Kι όπου κακό κρυφό, να το παιδεύει,κι όπου κακό κρυφό, να το παιδεύει ανάβοντας! 11 Κείνοι που πράξαν το κακό – γιατί τους είχε πάρειτα μάτια η θλίψη – πήγαιναν τρικλίζοντας,γιατί τους είχε πάρει,τη θλίψη ο τρόμος, χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο…Πίσω! και πιαχωρίς φτερά στο μέτωπο.Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια,χωρίς τέρατα σίδερα και κουτουλιές φωτιάς!Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ΄αμπέλια και τα ηφαίστειαστους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι,στα βράχια της πατρίδας πάλι και με το μαντολίνο Ζάλογγο!Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλαμυρίζοντας τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστάόσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας! Kείνοι που επράξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύγνεφο.Ζωή δεν είχαν πίσω τους, μ’ έλατα και με κρύα νερά,μ’ αρνί, κρασί και ντουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο,παπού δεν είχαν από δρυ κι από οργισμένο άνεμο,στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχταμε πικραμένα μάτια.Τους πήρε μαύρο σύγνεφο – δεν είχαν πίσω τους αυτοίθειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή,μάνα που νάχει σφάξει με τα χέρια της,ή μάνα μάνας που με βυζί γυμνόχορεύοντας νάχει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου! Kείνοι που επράξαν το κακό – τους πήρε μαύρο σύγνεφο,μα κείνος που τ’ αντίκρυσε στους δρόμους τ’ ουρανούανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος… 12 Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνειανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος… Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνεκαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα,Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα,με τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους,με τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι τού ήλιου.Θαύμα – τι θαύμα χαμηλά στη γη!Ασπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υννί χαράζουνε τους κάμπους,στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρέςκαι πιο βαθια τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της ‘νοιξης! Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος,τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του,φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός,και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων!..Στους όχτους του μονοπατιού συνάζονται τα ζώα,γρυλλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε.Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλοςγίγας που κανακεύει τα παιδιά του! Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:Αύριο, αύριο, λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού! 13 Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο… Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωήόπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα,για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθιαενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη,για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κ’ εσβήστη,τότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίραςκαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει,για τον βαθύ καημό του έρωτα της ζωήςπου είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέραςκαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μίλου τα δοκάρια,για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσικήστο παραθύρι ορθές, σφίγγοντας το μαντίλι τους-κ’ έπνιγ’ η βαρυσυννεφιά τα βουρκωμένα στήθη-,για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιάπροσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου.Ύστερα, δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι,λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του,για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωήτόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της! 14 Τώρα χτυπάει πιο γλήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα-του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημάινει: Ελευθερία.Εληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:Ελευθερία-για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά,καράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες,τα πιο αθόα κορίτσιατρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρώνκ’ η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη:Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη!… Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνειολοένα εκείνος ανεβαίνει…Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι, που ήταν μια φοράχαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά,γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται!Πουλιά τον χαιρετούν – του φαίνονται αδερφάκια του!Ανθρωποι τον φωνάζουν – του φαίνονται συντρόφοι του.«Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»«Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!» Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του…Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:Αύριο, αύριο, αύριο, το Πάσχα του Θεού! Ποίηση Οδυσσέας ΕλύτηςΣκίτσα του Ζωγράφου Α.Αλεξανδράκη Share Tweet Share