Δεν υπάρχουν Χαμένες Πατρίδες, μόνο Παραμυθένιες Πατρίδες υπάρχουν τώρα Πια!

Μεγάλωσα σε μια προσφυγική φτωχογειτονιά της Κορίνθου, «Κόρνιθο» την έλεγαν οι Μικρασιάτες, όλοι συμπατριώτες από το Μιχαλίτσι της Νικομήδειας, αρκετά μακριά από το Συνοικισμό, που ήταν η φωλιά των προσφύγων, πράγμα που με στεναχωρούσε, γιατί πίστευα πως ήμασταν αποκομμένοι όσοι ζούσαμε στα Καρυώτικα, πάνω από τις γραμμές, κοντά στα περιβόλια του Λάζαρου και του Καραθανάση.

Από μικρό παιδί καταλάβαινα ότι η γιαγιά μου η τσατσα – Μαρία, η Ασμακού, η Αγγέλω, η Μαϊδαλνή, η Κολίνα, η Αναστασιά η Φουρναρίνα, η τσατσα – Εραστή, η Τασία του Αραβανή, είναι άλλος κόσμος φερμένος από μακριά, που δεν έδενε με τους ντόπιους όπως οι Καραθανασαίοι, του Λάζαρου και οι άλλοι. Ήταν άνθρωποι που ήρθαν απ’ αλλού. Φιγούρες που τις θυμάμαι πάντα μαυροντυμένες  – τους άντρες δεν τους πολυθυμάμαι γιατί δεν τους συναναστρεφόμουν  – λυγερές σαν αερικά να κάθονται στα σκαλάκια των σπιτιών τους και να πλέκουν ασταμάτητα δαντέλες, μέτρα, χιλιόμετρα που τις πουλούσαν ή τις έφτιαχναν για προίκα.

Όμως οι αποκομμένοι αυτής της γειτονιάς  – έτσι φάνταζαν στα μάτια μου  – είχαν και τους συγγενείς τους στον Συνοικισμό! Έτσι δυο – τρεις φορές την εβδομάδα γινόταν το προσκύνημα στο κενοτάφιο της πικρής πατρίδας, που ήταν ο Συνοικισμός! Εκεί ζωντάνευε η πατρίδα, το Μιχαλίτσι, κι εγώ θεατής αλλά και συμμέτοχος θέλοντας και μη, άνοιγα τις κεραίες μου, γούρλωνα τα μάτια και ρουφούσα τους διαλόγους. Δεν συζητούσαν σπουδαία πράγματα, καθημερινές κουβέντες έλεγαν                       – τετριμμένα λόγια – κι εγώ πρόσεχα ιδιαίτερα το ιδίωμα, τη γλώσσα που με γοήτευε και με διασκέδαζε μαζί. Μίλαγαν «μαϊχώσικα», δηλαδή αστεία, με προφορά τραγουδιστή που αργότερα, όταν πήγα σχολείο και κατόπιν στη Φιλοσοφική Σχολή, έλεγα μέσα μου ότι σ’ αυτή τη γλώσσα, έστω και παραφθαρμένη, έχει μείνει κάτι από την αρχαία Προσωδία!

Όταν όμως κουραζόμουν από τα μάθημα της γλωσσολογίας, που πολύ νωρίς οφείλω να ομολογήσω ότι σπούδασα, έκανα μία βόλτα έξω από τα καφενεία – καφενέδες τα έλεγαν – του Συνοικισμού και το μόνο που θυμάμαι από τους άντρες ήταν φιγούρες, βρακοφορεμένοι με το φεσάκι τους, αδύνατοι, με αυλακωμένα πρόσωπα από τα χρόνια και τις κακουχίες, να πίνουν καφέ και να καπνίζουν κάποιοι, θυμάμαι, και ναργιλέ! Η παιδική μου φαντασία άλλαζε το χώρο και το χρόνο και τους τοποθετούσε στο φυσικό τους περιβάλλον στην Ανατολή. Και πώς την φανταζόμουν την Ανατολή; Μόνο με εικόνα μπορούσαν να μου απαντήσουν τα δέκα χρόνια μου! Όταν καμιά φορά με έπαιρνε η μάνα μου να πάμε στο κτήμα – και ξεκινάγαμε αξημέρωτα – στο ύψος του Πύργου που ήταν μια πηγή με νερό, λίγο πριν τα Εξαμίλια, έσκαγε ο ήλιος και η πρώτη δέσμη των ακτίνων του σκόρπιζε ένα χρυσοκόκκινο φως, που έφερνε μια ανάμεικτη ευφορία και μελαγχολία μαζί στα μάτια και την ψυχή μου!  Συνειρμικά τότε πέταγε το μυαλό μου απέναντι, στο χωριό της, στην Ανατολή! Δεν μπορεί, έλεγα μέσα μου, έτσι όμορφα Θα είναι και στο χωριό της, στην Ανατολή, απέναντι από την άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Όμως προσγειωνόμουν γρήγορα στη δική μου Ανατολή, αυτή που βίωνα μέσα στην αυλή μου, με κορυφαία του χορού τη θειά μου, την Αγγέλω, ψηλή, λίγο σκυφτή, μαυροντυμένη – την είχε χτυπήσει αλύπητα ο χάρος – με το μαντήλι περίεργα δεμένο, με την ποδιά της, τα γυαλιά της, να πηγαινοέρχεται και να πετάει τα μαργαριτάρια της, τα Μιχαλιτσιώτικα!

Περνώντας τα χρόνια οι αγαπημένοι μου ήρωες, που ήρθαν από απέναντι, άρχισαν να φεύγουν κι εγώ έκλαιγα κρυφά, γιατί όλο και περισσότερο φτώχαινε το μάθημα της γλωσσολογίας. Σκέφτηκα να καταγράψω λέξεις, φράσεις, διαλόγους, αλλά όλο και το ανέβαλλα, λέγοντας στον εαυτό μου έχουμε καιρό, όμως όλο και λιγόστευαν οι δάσκαλοί μου και όλο και φτώχαινε η Μιχαλιτσιώτικη γλώσσα.

Είχα ακούσει μια ιστορία που στο τέλος μου δημιούργησε επεισόδιο στη φοιτητική μου ζωή. Ακούστε τη, λοιπόν! Όταν καταγράφονταν οι πρόσφυγες, ένας υπάλληλος, καθώς διάβαζε τον κατάλογο, φωνάζει «Ιάκωβος Ιακωβίδης». «Απατός, γιόκα μου», απαντάει ο ενδιαφερόμενος. Ο υπάλληλος ξαναρωτάει με πιο δυνατή φωνή, νομίζοντας πως δεν άκουσε ο Ιάκωβος Ιακωβίδης. «Απατός, γιόκα μου, σε είπα». Πού να καταλάβει ο υπάλληλος, τί ήθελε να πει ο αγαθός Μικρασιάτης! Πώς συνδέεται με μένα; Πρωτοετής φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, ο καθηγητής Τσομπανάκης μέσα στο μάθημα ρωτάει την αντωνυμία «απατός» κι εγώ με τον αυθορμητισμό των δέκα οκτώ χρόνων και τη σιγουριά του γνώστη, σηκώνω το χέρι μου για να απαντήσω, αλλά παγώνω, όταν κανείς δεν κουνιέται. Άρχισα να αμφιβάλλω, δεν με κάλυπτε ούτε και το «απατός, γιόκα μου»!   Τελικά θέλοντας και μη απαντάω ότι θα πει  «ο ίδιος» και ο καθηγητής με ρωτάει από πού είμαι. Του απάντησα από την Κόρινθο, αλλά πολύ αυστηρά, λες και έφταιγα, με μάλωσε «και ξέρει η Κόρινθος τι θα πει απατός»; «Από πού είσαι, παιδί μου»;  Απάντησα πρώτα στον εαυτό μου και μετά στον καθηγητή. Είμαι από απέναντι και έχω σπουδάσει γλωσσολογία στην αυλή μου, όπου παιζόταν αρχαία τραγωδία με κορυφαία τη θειά μου την Αγγέλω και μένα θεατή και συμμέτοχο, να παλεύω ανάμεσα στο φόβο και τον έλεο, προσπαθώντας να φτάσω στη δική μου κάθαρση!

Ιστορίες σαν παραμύθι

Οι Μιχαλιτσιώτες ήταν κυρίως γεωργοί. Καλλιεργούσαν τη γη και πλήρωναν τη δεκάτη στο τουρκικό κράτος. Στις αναπολήσεις της, τα χειμωνιάτικα βράδια κοντά στη γωνιά –το τζάκι- η γιαγιά μου η τσατσά-Μαρία η Ασμακού και η θεία μου η Αγγέλω, ζωντάνευαν τη ζωή στο χωριό, το Μιχαλίτσι, που ήταν μια ώρα μακριά με τα πόδια από τη Σμίτ-τη Νικομήδεια.

Ήταν καλοκρατούμενοι οι Μιχαλιτσιώτες στο χωριό τους με τα μποστάνια τους, τους μπαχτσέδες τους, με τις κερασιές και τις μουριές, που τις καλλιεργούσαν για να τρέφουν τους «κοζάδες», τα κουκούλια. «Τι νομίζεις, μια φορά κι έναν καιρό ήμασταν νοικοκυραίοι, είχαμε τις κερασιές μας, τα κεράσια μας ήταν ίσαμε ένα καρύδι, είχαμε κοζάδες και ήμασταν γεμάτοι φλωριά». Για τους κοζάδες χαχάλιζαν μέρος του σπιτιού τους, το σοφά, γιατί τα κουκούλια ήθελαν καθαριότητα και ζεστασιά. Εκεί λοιπόν φιλοξενούσαν τα πολύτιμα ζωϋφια που τους έδιναν το μετάξι, ακριβό και πολύτιμο, που τους γέμιζε φλωριά και τους έκανε νοικοκυραίους.

Όντως, οι γυναίκες που γνώρισαν είχαν μια λεπτή φινέτσα και γούστο στα ρούχα, γνώριζαν τα καλά υφάσματα, γιατί στο χέρι τους είχαν νιώσει, με την αίσθηση της αφής, το μετάξι, καθώς το μάζευαν και το επεξεργάζονταν για να το πουλήσουν μετά.

Μεταξωτά άλλωστε ήταν τα νυφιάτικά τους. Κάποια απομεινάρια τους, αυτών των επίσημων ρούχων-κειμηλίων, έφτασαν μέχρι τα χρόνια μου, μεταποιημένα βέβαια και προσαρμοσμένα στην εποχή που τα χρειάστηκαν, γιατί ήρθαν δύσκολες μέρες, οι μέρες της προσφυγιάς.

Μου άρεσε να ανοίγω τα παλιά μπαούλα και σεντούκια της γιαγιάς μου και να ψάχνω για τέτοιες μαρτυρίες από την Ανατολή, γιατί αυτά τα αντικείμενα τα θεωρούσα σχεδόν ιστορικά, αφού έκαναν μακρύ και επίπονο ταξίδι και πέρασαν πολλές κακουχίες μέχρι να φτάσουν έστω και μεταποιημένα στο μπαούλο μας! Ένα τέτοιο μεταξωτό κομμάτι στο χρώμα του μπεζ-καφέ, με ένα κομματάκι δαντέλα στην άκρη, ξέμεινε από το νυφικό της θείας μου της Αγγέλως, που 17 χρονών παντρεύτηκε στην πατρίδα και παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες έφερε το νυφιάτικο ολομέταξο φουστάνι της, το ύφασμα ήταν αγορασμένο στην Πόλη, στη νέα της πατρίδα. Αργότερα, τη δεκαετία του’40 έλεγε ότι το χάρισε σ’ ένα ξωκλήσι και το έκαναν κάλυμμα για την αγία τράπεζά του.

Ωστόσο, ένα μικρό κομμάτι του έμεινε στο μπαούλο μας.

Ένα κλαδωτό μαντήλι πάλι, μ’ όλα τα χρώματα της Ανατολής, που το φορούσα με καμάρι, όταν ντυνόμουν βλαχοπούλα τις απόκριες ή τις εθνικές επετείους, ήταν πολύτιμο για μένα. Δεν ξέρω, αν ήμουν υπερήφανη περισσότερο που ήμουν ντυμένη βλαχοπούλα, τιμώντας την ιστορική επέτειο, ή γιατί με άγγιξε αυτή η κλαδωτή μαντήλα μ’ όλα τα χρώματα της Ανατολής.

Άλλο κομμάτι ιστορίας ένα υφαντό, που το ύφανε η γιαγιά μου στον αργαλειό της, στο χωριό, κιτρινισμένο από το χρόνο. Έχω σκεφτεί να το ενσωματώσω στο σήμερα, χρησιμοποιώντας το και δένοντάς το με κάτι άλλο, αλλά μια δεύτερη σκέψη με κάνει να νιώθω ότι είναι ιεροσυλία να το εντάξω στο παρόν και να το αφήσω να πεθάνει άδοξα σε λίγο, μαζί με τη μόδα ή την κατανάλωση. Αποφάσισα να το κρατήσω έτσι ατόφιο και κιτρινισμένο, για να λέει την ιστορία του και τα χρόνια, να μαρτυράει το παραμύθι του μια φορά κι έναν καιρό έγινε η καταστροφή, κάψανε το χωριό μας, το Μιχαλίτσι και φύγαμε με την ψυχή στο στόμα και ήρθαμε εδώ και μείναμε για πάντα, νοσταλγοί της πικρής πατρίδας μας, που την αφήσαμε για πάντα απέναντι, από την άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Της Μαρίας Θραμπουλίδου – Μιχαλοπούλου–

Φιλολόγου