Είναι πια γνωστό ότι το μητρικό γάλα αποτελεί την πιο κατάλληλη τροφή για την κάλυψη των θρεπτικών αλλά και των συναισθηματικών αναγκών του βρέφους. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του θηλασμού αναπτύσσεται η επικοινωνία της μητέρας με το νεογέννητο μέσα από το αμοιβαίο κοίταγμα, το κράτημα, την επαφή, το άγγιγμα, τα λόγια που του λέει.

Eκτός από τις συναισθηματικές ανάγκες, το μητρικό γάλα βοηθά σε πολλούς άλλους τομείς, γι’ αυτό είναι αναντικατάστατο. Οι ειδικοί συνιστούν τα βρέφη να θηλάζουν αποκλειστικά με μητρικό γάλα  τουλάχιστον τους πρώτους 6 μήνες και  μετά, παράλληλα με το μητρικό γάλα να εισάγουν σταδιακά άλλες στερεές τροφές . Ο θηλασμός μπορεί να συνεχιστεί  μέχρι τους δώδεκα μήνες ή και παραπάνω, ανάλογα με την επιθυμία της μητέρας.

Παρά τις συστάσεις όμως, υπήρχε κατά τις τελευταίες δεκαετίες σημαντική μείωση του θηλασμού στις δυτικές χώρες. Σύμφωνα με μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σε 61 χώρες, τρεφόταν αποκλειστικά με μητρικό γάλα κατά τους 4 πρώτους μήνες της ζωής του μόνον ένα στα τέσσερα βρέφη. Σήμερα με τις καμπάνιες υπέρ του θηλασμού έχουν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές και οι μητέρες έχουν ξαναρχίσει να θηλάζουν συστηματικά τα μωρά τους. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη μελέτη του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού για τη συχνότητα και τους προσδιοριστικούς παράγοντες του μητρικού θηλασμού (2009), το 88% των μητέρων προσπαθούν να θηλάσουν το βρέφος τους σχεδόν αμέσως μετά τον τοκετό.

Από αυτές συνέχισαν να θηλάζουν χωρίς συμπλήρωμα την πρώτη εβδομάδα το 83%, στο τέλος του πρώτου μήνα το 60%, του τρίτου μήνα το 39% και του έκτου μήνα το 22%.

Οι περισσότερες όμως σε αυτή τη φάση αρχίζουν να δίνουν πλέον στο βρέφος και συμπλήρωμα, γεγονός που παρατηρείται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες: Με αποκλειστικά μητρικό γάλα μόλις το 21% των μητέρων διατρέφουν το παιδί τους για την πρώτη εβδομάδα της ζωής του, ενώ στον έκτο μήνα μόλις η μία στις εκατό γυναίκες διατρέφει το βρέφος αποκλειστικά με το γάλα της.

Ωστόσο, παρά τα αποτελέσματα των μελετών που δείχνουν την αναγκαιότητα του θηλασμού, υπάρχουν γυναίκες που για κάποιους σημαντικούς λόγους δεν μπορούν να θηλάσουν. Αυτή η αδυναμία τις γεμίζει ενοχές και αγωνία, θεωρούν ότι δεν προσπαθούν για το μικρό τους κ.λπ. Μπορούν ωστόσο να του προσφέρουν τα συναισθηματικά οφέλη του θηλασμού φροντίζοντας να το ταΐζουν ήρεμα, ακολουθώντας το ρυθμό του και παρέχοντάς του εκδηλώσεις αγάπης που το βοηθούν να αναπτύξει τη σχέση του μαζί τους. Έχει αποδειχθεί ότι ακόμα και μια μικρή περίοδος θηλασμού είναι πραγματικά ωφέλιμη για το βρέφος. Aπό άποψη διατροφής, το μητρικό γάλα είναι πιο εύπεπτο και αποστειρωμένο.

Τα οφέλη

Σύμφωνα με μελέτες, έχει παρατηρηθεί ότι τα μωρά που θηλάζουν επί δεκατρείς ή και περισσότερες εβδομάδες ευνοούνται ως εξής:

– Παρουσιάζουν μόνο το ένα τρίτο των στομαχικών διαταραχών από τις οποίες υποφέρουν τα μωρά που τρέφονται με υποκατάστατα.

-Προφυλάσσονται σημαντικά από λοιμώξεις και ιώσεις, επειδή παίρνουν αντισώματα από τη μητέρα τους.

-Μειώνονται οι πιθανότητες να εκδηλώσουν αλλεργίες, δερματίτιδες, ωτίτιδες, νεανικό σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι, ακόμα και λευχαιμία.

– Aυξάνονται οι πιθανότητες επιβίωσης των πρόωρων νεο€γνών και μειώνονται οι πιθανότη-τες να παρουσιαστεί σε αυτά το σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου.

-Προλαμβάνεται η παχυσαρκία.

-Αυξάνεται ο δείκτης νοημοσύνης τους.

-Συμβάλλει στη διαμόρφωση υγιούς προσωπικότητας και στο χτίσιμο της ψυχικής τους υγείας.

-Ενισχύεται ο δεσμός με τη μητέρα.

Aπό το βιβλίο

της Ψυχολόγου- Παιδοψυχολόγου Αλεξάνδρας Καππάτου

 «Οι γονείς κάνουν τη διαφορά»