Κάθε γωνιά, κάθε τόπος, κάθε σπιθαμή έχει την ιστορία του, αυτή που την γράφει το αόρατο χέρι της μοίρας και οι άνθρωποι που κινούνται στο χώρο και το χρόνο. Μία περιοχή της Κορίνθου με τέτοια ιστορία είναι ο συνοικισμός. Το mazimagazine, περπάτησε στους δρόμους του  έζησε  και ξαναθυμήθηκε  μαζί με τους ανθρώπους του όλα όσα ξεθώριασε ο χρόνος και τα κρατά ζωντανά η καρδιά και το μυαλό. Μας βοήθησε σ’ αυτό το ταξίδι, η Πρόεδρος της Μικρασιατικής Στέγης Κορίνθου κ. Βασιλική Ευστρατιάδου.

Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία μετά το 1922 ήρθαν χωρίς να το θέλουν και να το επιθυμούν, εδώ για να ακουμπήσουν τα λίγα πράγματα που είχαν μαζί τους, τις ελπίδες να φυλάξουν τις θύμισες και να ριζώσουν σε ελληνικά χώματα. Ξαφνικά και βίαια κάτω από το μαχαίρι και το τσεκούρι, μέσα από τη φωτιά. Στην περιοχή της Σμύρνης.  Δεν έφυγαν μόνο από το Σμύρνη, έφυγαν από την Ιωνία, την Αιολία, την Προποντίδα, την Κυλικεία, την Καππαδοκία από κάθε γωνιά εκείνης της πατρίδας εξακολουθούν και άλλοι το 1923 με τη συνθήκη της Λοζάννης που ήταν ένα πραγματικό τερατούργημα που εφαρμόστηκε πρώτη φορά εδώ. Μέχρι και το 1936 έρχονταν πρόσφυγες από τη Ρωσία.

 

Η Χίος, η Μυτιλήνη, η Σάμος, η Κρήτη ήταν τα νησιά που τους πρωτοϋποδέχτηκαν. Ιδιαίτερα η Χίος και η Μυτιλήνη που ήταν τόσο κοντά. Ακόμα και κολυμπώντας έφτασαν κάποιοι εκεί. Ίσως ήταν προσωρινός προορισμός για μερικούς γιατί το καράβι τους πήρε μετά και τους έφερε σε Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κέρκυρα, Πάτρα όπου είχε εντολή από το κράτος ή όπου τους δέχονταν. Πολλές φορές τα καράβια έφταναν σ’ ένα λιμάνι και οι αρχές του τόπου επειδή ήδη είχαν δεχθεί ένα κύμα προσφύγων, δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν άλλους. Πολλές φορές αυτά τα ταξίδια κρατούσαν πάνω από έναν μήνα. Πόση ταλαιπωρία άντεξαν γιατί αυτό που βίωναν ήταν σαν μία γενοκτονία φυσική πλέον, όχι από τους Τούρκους που σφαγιάσανε ή φυλάκισαν περίπου 750 χιλιάδες Έλληνες στα «αμελεί εμπορού» τάγματα εργασίας που είχαν φτιάξει δήθεν για να επανορθώσουν τις ζημιές που είχε προκαλέσει ο ελληνικός στρατός στην εκστρατεία του. Ουσιαστικά όμως άλλος ήταν ο σκοπός τους. Να αφανιστεί το άνθος της ελληνικής φυλής.

Πολλοί από τους πρόσφυγες που έμειναν την Κόρινθο, έφτασαν εδώ γιατί είχαν έρθει και στον πρώτο διωγμό του 1914 και έμειναν εδώ τρία χρόνια. Το 1919 με την Απελευθέρωση γύρισαν πίσω. Έτσι ήξεραν κάποιες οικογένειες Κορινθίων στις οποίες είχαν δουλέψει στα χτήματά τους και έτσι είχαν κάποια βάση.

Ήρθαν λοιπόν, οι πρώτοι πρόσφυγες και εγκαταστάθηκαν μέσα στην πόλη της Κορίνθου, γύρω στα Περιβολάκια, στο προαύλιο της Εκκλησίας του Αποστόλου Παύλου, γύρω στο δικαστικό μέγαρο. Έμεναν σε σκηνές σε παραπήγματα, σε στάβλους, κοτέτσια, δωμάτια που περίσσευαν.

Το κράτος το 1928 συνέστησε τον Οργανισμό Αποκατάστασης Προσφύγων. Απαλλοτρίωσαν την έκταση που δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο ο πληθυσμός, γιατί είχαν δεσμεύσει περιοχές στην Βρυσούλα και στα Αϊγιανιώτικα. Οι άνθρωποι αυτοί παρά τα μεγαλεία που είχαν , δεν πήραν τίποτε από εκεί, γιατί κανείς δεν κράτησε το λόγο του.

Τελικά τους έδωσαν από ένα σπίτι που είχε κατασκευάσει ο οργανισμός πολύ μικρό. Εάν δεν ήθελαν το σπίτι ,τους έδιναν 20 χιλιάδες για να χτίσουν μόνοι τους. Είχαν όμως αυτοί οι πονεμένοι μία υποχρέωση: Να εξοφλήσουν το Δάνειο που τους έδωσε το κράτος. Για φαντάσου!!!

Οι άνθρωποι αυτοί έπρεπε να ζήσουν να επιβιώσουν ήξεραν να είναι γεωργοί, ήξεραν πολύ καλά να καλλιεργούν τη σταφίδα στην πατρίδα τους. Ίσως να ήρθαν εδώ και γι’ αυτό το λόγο. Άλλοι ήταν ψαράδες. Ελάχιστοι είχαν τεχνικά επαγγέλματα: σιδεράδες, φανοποιοί. Λίγοι ήταν οι άνθρωποι του πνεύματος που ήρθαν εδώ. Ενίσχυσαν και το μεγαλύτερο μέρος τους το εργατικό δυναμικό της πόλης. Έφεραν πολύ καλύτερες μεθόδους καλλιέργειας. Έδωσαν νέα στοιχεία και άλλαξε η γεωργία στην Κορινθία ιδιαίτερα στην σταφίδα και η αποξήρανση της. Τα χρόνια περνούν και οι άνθρωποι αυτοί παλεύουν, με το χώμα, με τη γη στηρίζουν την φαμίλια τους.

Ήταν άνθρωποι προκομμένοι και αυτό το αποδέχονται όλοι. Όπου και αν βρέθηκαν δούλευαν ασταμάτητα και έφεραν καρπούς. Δεν σκέφτηκαν τον κόπο όταν έσκαβαν βαθιά τη γη και για να βρουν νερό σε βάθος 50 μέτρων και το κατάφεραν να κάνουν γόνιμη την ξερή γη όπου και αν ζούσαν.

Έμειναν εδώ ρίζωσαν, άφησαν και αφήνουν το στίγμα τους και σήμερα. «Ήταν προοδευτικοί άνθρωποι, οικονόμοι, πολύ ευσεβείς. Αυτή η ευσέβεια, η πίστη τους κράτησε  όρθιους», αναφέρει η κ. Ευστρατιάδου και συνεχίζει «η αντοχή τους ήταν έτσι το ήθελε ο Θεός, ή σίγουρα θα επανέλθουμε πίσω. Η ελπίδα έδωσε μία απάντηση, μία δύναμη, ένα κουράγιο. Γιατί σκεφτείτε να φτάσουν εδώ άνθρωποι, οικογένειες απορφανισμένες. Μάνες χαροκαμένες, παππούδες, γιαγιάδες, με ένα τσούρμο παιδιά. Πόσο δύσκολο ήταν που δεν είχαν τα στηρίγματά τους τις οικογένειές τους. Διότι όπως ξέρετε εκεί οι Μικρασιάτισσες δεν δούλευαν έξω. Ήταν στο σπίτι κυράδες και αφέντρες. Ήταν η νοοτροπία έτσι, διότι και στο σπίτι είχε πολύ σπουδαίο ρόλο να παίξει η γυναίκα. Οπότε οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν παντέρμοι, χαροκαμένοι μη ξέροντας στην κυριολεξία που την κεφαλή κλείναι. Χάρη στην πίστη, την ευσέβεια και το δυναμισμό τους κατάφεραν να στηριχτούν στα πόδια τους. Η ευχή τους κάθε που τσούγκριζαν ποτήρι ήταν «Άντε και καλή πατρίδα». Δεν πίστευαν ότι θα ήταν οριστική η εγκατάστασή τους. Πονούσαν πολύ, από αυτό ιδιαίτερα η πρώτη και η δεύτερη γενιά. Δεν ήθελαν να μιλούν γι’ αυτά ήταν σαν να έριχνες αλάτι στην πληγή τους.

Η αποδοχή από τους  Κορίνθιους ήταν πολυποίκιλη γιατί υπήρχαν ανάμεικτες εντυπώσεις και απόψεις. Πάρα πολλοί έλεγαν ότι τους φέρθηκαν φιλικά με αγάπη αφού ήξεραν τις ταλαιπωρίες τους. Υπήρχαν και σποραδικές περιπτώσεις που από άγνοια, ή φόβο μην τους πάρουν τις δουλειές ήταν προκατειλημμένοι. Έζησαν όμως και έναν άλλο τρόπο οικιακής ατμόσφαιρας, οπότε άρχισαν να κάνουν φίλους πρόσφυγες να πηγαίνουν στα σπίτια τους με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν φιλίες, μεταξύ των νέων. Αυτό όπως λέγεται, φόβισε τον γυναικείο πληθυσμό που είχε άλλα χαρακτηριστικά πιο συντηρητικά.

Σήμερα δεν υπάρχει αυτό το κράτημα μεταξύ τους. Υπάρχουν φιλίες, έγιναν συγγένειες, κουμπαριές, τους εκτιμούν και τους αγαπούν πολύ. Ο Νεοκλής Σαρρής, ακαδημαϊκός, έλεγε σε μία ομιλία του «Είναι τίτλος τιμής να δηλώνεις ότι είσαι Mικρασιάτης».