Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην°

ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,

επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.

Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,

εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,

Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης°

έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.

Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.

«Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!»

Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια

κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,

-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι

-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.

-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.

(Δημοτικό τραγούδι του Πόντου)

H πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχισε επίσημα στις 7 Απριλίου του 1453. Όμως οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει τον Ιανουάριο του ίδιου έτους με την μεταφορά των κανονιών και τον Μάρτιο με την έλευση του οθωμανικού στρατού κάτω από τα τείχη της Πόλης.

Οι πολιορκητές ανέρχονταν σε 150.000 στρατιώτες και πλαισιώνονταν από τεχνίτες, εργάτες, υπηρέτες, κλπ. και μεγάλο πλήθος ατάκτων. Ήταν άριστα οργανωμένος και εκπαιδευμένος και φανατισμένος από τους δερβίσηδες (Τούρκους μοναχούς), που κυκλοφορούσαν στο στρατόπεδο και τόνωναν την πολεμική ορμή του πλήθους. Ο πολεμικός στόλος αποτελούμενος από 400 πλοία έφθασε στο Βόσπορο στις 12 Απριλίου.

Ο Μωάμεθ έστησε τη σκηνή του απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Για τον αποκλεισμό της πόλης χρησιμοποίησαν τα κάστρα που είχαν χτίσει στις δυο πλευρές του Βοσπόρου, το Ανατολού και το Ρούμελη.

Μέσα από τα τείχη η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Η Κωνσταντινούπολη είχε χάσει όλη τη λάμψη του παρελθόντος. Ήταν μια ερειπωμένη πόλη, που μόνο το Παλάτι, ο Ιππόδρομος, και οι μεγάλες εκκλησίες θύμιζαν το λαμπρό παρελθόν. Ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τα 50.000 άτομα. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες ανέρχονταν σε 5.000 και 2.000 οι ξένοι, κυρίως Γενουάτες και Βενετοί. Μάλιστα 700 Γενουάτες είχαν φθάσει με δυο καράβια στις 26 Ιανουαρίου 1453 και αρχηγό τον έμπειρο Ιωάννη Ιουστινιάνη. Τα τείχη είχαν επισκευαστεί βιαστικά, και εκβαθύνθηκε η τάφρος. Συγκεντρώθηκαν τρόφιμα, ενώ τα κειμήλια των εκκλησιών δόθηκαν για να κοπούν νομίσματα και να πληρωθούν οι στρατιώτες. Επίσης είχαν σταλεί επιστολές βοήθειας σε όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες. Οι Γενουάτες στα τείχη του Γαλατά έμειναν ουδέτεροι και δεν βοήθησαν καθόλου στην άμυνα της πόλης.

Η τουρκική επίθεση άρχισε με βολές πυροβολικού, που άνοιγαν τρύπες στα τείχη, τις οποίες όμως κατάφερναν να κλείσουν οι αμυνόμενοι. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να σπάσουν την αλυσίδα του Κερατίου κόλπου, αλλά δεν τα κατάφεραν . Μάλιστα στις 20 Απριλίου κατόρθωσαν να περάσουν ένα βυζαντινό και τρία γενουατικά καράβια με αρχηγό τον Φλαντανελλά διαλύοντας την αντίσταση των Τούρκων. Δυο μέρες αργότερα οι Οθωμανοί κατασκεύασαν διόλκο δώδεκα χλμ. από τον Βόσπορο στον Κεράτιο και πέρασαν με αυτό τον τρόπο 70 πλοία στον Κεράτιο κόλπο.
Μυτιλήνη μουσείο Θεόφιλου
Στις 21 Μαίου ο Μωάμεθ ζήτησε την παράδοση της πόλης και υπόσχονταν στον Κωνσταντίνο και σε όσους ήθελαν ότι θα μπορούσαν να φύγουν ελεύθεροι από την πόλη. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας -πλήρωνε 300.000 ασημένια νομίσματα ετησίως-, αλλά να κρατήσει υπό την κατοχή του την Κωνσταντινούπολη: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ’ εμόν έστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».

Στις 27 Μαίου άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός. Δυο μέρες αργότερα ξεκίνησε η τελική επίθεση σε πολλά μέρη των τειχών, αλλά με επίκεντρο την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, διότι εκεί το τείχος είχε σχεδόν καταπέσει. Στην τρίτη τουρκική έφοδο, ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και αποσύρθηκε από τη μάχη. Η αποχώρησή του έφερε σύγχυση στους αμυνόμενους και οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, έπεσε στα τείχη σαν απλός στρατιώτης. Η Πόλις εάλω!  istoria.gr

«Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», Οδυσσέα Ελύτη

Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες στη λύπη του

Μακριά του κόσμου, που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου.

Και σκληρός πιο κι απ’ την πέτρα που, δεν τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ, κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα.

Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ’ τους ανθρώπους

κι έβγανε απ’ όλους Έναν που του χαμογελούσε, τον Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε.

Πρόσεχε, να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα, έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια.

Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν’ ανεβαίνει!

Νέος ακόμα, είχε δει στους ώμους των μεγάλων, τα χρυσά να λάμπουν και να φεύγουν.

Και μια νύχτα θυμάται, σ’ ώρα μεγάλης τρικυμίας, βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο,

που ‘θολώθη μα δεν έστερξε να του σταθεί!

Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.

II

Θεέ μου και τώρα τι που ‘χε με χίλιους να παλέψει, χώρια με τη μοναξιά του,

ποιός αυτός που ‘ξερε μ’ ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει τι;

Που όλα του τα ‘χαν πάρει και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το

τρικράνι του το μυτερό και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο,

να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό, σαν ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι.

Και μια φούχτα λουίζα, που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κοριτσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει

(πως κουρναλίζαν τα νερά του φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ’ τη θάλασσα…)

Μεσημέρι από νύχτα και μήτ’ ένας πλάι του. Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές,

που ‘σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν’ αφήσουν μες στο χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως!

Και αντίκρυ σ’ όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του…

«Μεσημέρι από νύχτα – όλ’ η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε μες στο σωρό,

σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη.

Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλωμάδα να τον κυριεύει…

III

Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή, ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγορα,

οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατακόκκινες απ’ τα γεράνια

Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες, έφταναν κάθε φορά

και πιο ψηλά στ’ ασήμια, που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας γι’ άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα.

Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα

φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών,

σταλάζοντας ιώδιο τα κλωνάρια

Του ‘φερναν, ενώ κάτω απ’ τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη καταβόθρα, να καταποντίζονται

πλώρες μαύρων καραβιών, τ’ αρχαία και καπνισμένα ξύλα, όθε με στυλωμένο μάτι

ορθές ακόμη Θεομήτορες επιτιμούσανε

Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα, σωρός τα χτίσματα

μικρά μεγάλα, θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα!

Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος

Αυτός ο τελευταίος Έλληνας!

Πηγή υλικού

Οδυσσέας Ελύτης, Θάνατος και ανάστασης του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα, 1971